ΦΛΕΒΙΚΗ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟΣ
Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο καρκίνος συνδέεται με μια κατάσταση υπερπηκτικότητας ενώ, είναι επίσης γνωστό ότι τα μονοπάτια της ογκογένεσης, της μετάστασης και της θρόμβωσης διασταυρώνονται. Υπολογίζεται ότι στο 20% των περιστατικών Φλεβικής Θρομβοεμβολικής Νόσου (ΦΘΕ) συνυπάρχει νεοπλασία, ενώ υπάρχει ομοφωνία ότι οι ασθενείς με ιδιοπαθή θρόμβωση παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Στο επίπεδο της οικονομίας της υγείας, έγιναν πολλές μελέτες αναφορικά με το κόστος νοσηλείας ασθενών που εμφανίζουν θρόμβωση ή κάνουν υποτροπή της θρόμβωσης. Μια μελέτη που είχε γίνει κατά το έτος 2013 υπολογίζει ότι η εμφάνιση θρόμβωσης αυξάνει το κόστος θεραπείας κατά 39%, ενώ σε παλαιότερη μελέτη αναφέρεται ότι οι υποτροπές της θρόμβωσης και το λεγόμενο Μετα-Θρομβωτικό Σύνδρομο αυξάνουν συνολικά το κόστος διαχείρισης αυτών των ασθενών κατά 21% και 30% αντίστοιχα. Νέα Γαλλική μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε και η οποία, έγινε σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού και του προστάτη, διαπίστωσε ότι το κόστος νοσηλείας λόγω υποτροπής της θρόμβωσης στους ασθενείς αυτούς είναι εξαιρετικά μεγάλο καθώς σχεδόν διπλασιάζεται από όταν οι ασθενείς αυτοί δεν εμφανίζουν θρόμβωση ή δεν υποτροπιάσουν σε αυτήν. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η Φλεβική Θρομβοεμβολική Νόσος (ΦΘΕ) θεωρείται μια χρόνια ασθένεια σε ασθενείς με καρκίνο, επειδή ο κίνδυνος υποτροπής της διαρκεί για πολλά χρόνια μετά την αρχική εκδήλωση. Αθροιστικά, το ποσοστό των επαναλαμβανόμενων επεισοδίων ΦΘΕ είναι 3-φορές υψηλότερο σε ασθενείς με καρκίνο σε σχέση με εκείνους που δεν έχουν καρκίνο. Αν εμφανίσει δηλαδή κάποιος ένα επεισόδιο θρόμβωσης η πιθανότητα να εμφανίσει και δεύτερο ή ακόμη και τρίτο επεισόδιο είναι πολύ μεγάλη. Δυστυχώς σύμφωνα με τους γιατρούς, η Φλεβική Θρομβοεμβολική Νόσος (ΦΘΕ) έχει επιπλοκές που επιβαρύνουν δραματικά την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών με πιο συνηθισμένη αυτή του Μετα-Θρομβωτικού Συνδρόμου (ΜΘΣ). Αρκεί μόνο να σημειωθεί ότι, μέσα σε 5 χρόνια μετά από ένα επεισόδιο φλεβικής θρόμβωσης, περίπου το 30% των ασθενών αναπτύσσουν ΜΘΣ. Τα συμπτώματα του ΜΘΣ περιλαμβάνουν άλγος στα κάτω άκρα, οίδημα, ίνωση, καθώς και σοβαρές εκδηλώσεις όπως άτονα έλκη, περιορισμό της κινητικότητας, καθώς και την ανάγκη για μακροπρόθεσμη νοσηλευτική φροντίδα. Η εμφάνιση ΦΘΕ αυξάνει την πιθανότητα θανάτου στους ογκολογικούς ασθενείς κατά 2-6 φορές. Δυστυχώς, η ΦΘΕ είναι η δεύτερη αιτία θανάτου στους ογκολογικούς ασθενείς μετά τον ίδιο τον καρκίνο. Η πιο προφανής συνολική αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ΦΘΕ παρατηρείται σε ασθενείς με:
· Αιματολογική κακοήθεια (28-φορές αύξηση κινδύνου)
· Καρκίνο πνεύμονα (22-φορές)
· Καρκίνο γαστρεντερικού (20-φορές)
· Καρκίνο με μακρινές μεταστάσεις (20-φορές)
Σήμερα, θεωρείται ότι η θρόμβωση μπορεί να είναι η πρώτη κλινική εκδήλωση κακοήθειας στο 10% των ασθενών. Δηλαδή, στον 1 στους 10 ασθενείς που καταφεύγουν στο γιατρό και τους διαγιγνώσκεται ιδιοπαθής θρόμβωση μπορεί να συνυπάρχει και καρκίνος. Οι ογκολογικοί ασθενείς έχουν από 2 - 28 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν θρόμβωση, σε σύγκριση με τους μη καρκινοπαθείς. Ενώ, οι παράγοντες που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης Φλεβικής Θρομβοεμβολικής Νόσου σε αυτούς τους ασθενείς είναι η παραμονή στο νοσοκομείο με ή χωρίς χειρουργική επέμβαση και φυσικά ο ενεργός καρκίνος.
Στο επίπεδο της μετάστασης σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι μεταστατικοί ασθενείς διατρέχουν 2-7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν θρόμβωση μέσα σε 2 χρόνια από τη διάγνωση σε σχέση με αυτούς με εντοπισμένο καρκίνο, ενώ ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος τους πρώτους μήνες μετά τη διάγνωση του καρκίνου.
Νέα ένδειξη για την Τινζαπαρίνη δίνει ελπίδες στους ογκολογικούς ασθενείς
Μια σημαντική εξέλιξη που αφορά τους ογκολογικούς ασθενείς μας έρχεται με τη νέα ένδειξη που έλαβε η Τινζαπαρίνη, μια ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους που είναι για τη θεραπεία της θρόμβωσης σε ογκολογικούς ασθενείς. Σύμφωνα λοιπόν με τη νέα περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος (ΠΧΠ) του ΕΟΦ, η Τινζαπαρίνη ενδείκνυται επίσης και για τη “Μακροχρόνια θεραπεία της συμπτωματικής φλεβικής θρομβοεμβολής και πρόληψη των υποτροπών σε ασθενείς με ενεργό καρκίνο”. Να σημειωθεί ότι η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους χορηγείται υποδορίως για την αντιμετώπιση της ΦΘΕ(φλεβικής θρομβοεμβολής), συμπεριλαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και της πνευμονικής εμβολής. Όπως ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής της LEO Pharma Hellas κ. Νίκος Ραγκούσης η νέα αυτή ένδειξη της ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους στην αντιμετώπιση της θρόμβωσης σε ογκολογικούς ασθενείς θα συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση της αντιμετώπισης της θρόμβωσης στους ογκολογικούς ασθενείς, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα ασθενών. Έτσι τόσο οι θεράποντες ιατροί όσο και οι ίδιοι οι ογκολογικοί ασθενείς θα μπορούν απερίσπαστα να εστιάσουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου τους, περιορίζοντας τον κίνδυνο επιπλοκών που σχετίζονται με την θρόμβωση, με τη χρήση μιας από τις πλέον τεκμηριωμένες ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους στον τομέα της ογκολογίας.
Η σύνδεση της θρόμβωσης με τον καρκίνο
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η συσχέτιση της θρόμβωσης με τον καρκίνο είναι γνωστή από το 1865 όταν ο ερευνητής Armand Trousseau με μελέτες τους επιβεβαίωσε ότι υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ των δύο ασθενειών. Όπως λένε, η φλεβική θρομβοεμβολή (ΦΘΕ) έχει σοβαρές κλινικές επιπτώσεις και επιδρά καθοριστικά στην κλινική πορεία της κακοήθους νόσου, αυξάνοντας τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα, ενώ μειώνει κατά πολύ την ποιότητα ζωής του ασθενούς, επιβαρύνοντας σημαντικά μια ήδη σοβαρή κατάσταση. Εκτιμάται ότι ένας στους πέντε ογκολογικούς ασθενείς θα εμφανίσει αρτηριακή ή φλεβική θρόμβωση στην πορεία της φυσικής εξέλιξης της νόσου. Οι ογκολογικοί ασθενείς με ιστορικό ΦΘΕ διατρέχουν 6-7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο επανεμφάνισης ΦΘΕ σε σύγκριση με ογκολογικούς ασθενείς χωρίς ιστορικό ΦΘΕ. Επιπλέον, η θρόμβωση αποτελεί κύρια αιτία θανάτου στους ογκολογικούς ασθενείς, καθώς ευθύνεται γα περίπου 10% των θανάτων. Ιστορικά, η θέση του πρωτοπαθούς όγκου είχε θεωρηθεί ως ο σημαντικότερος κλινικός παράγοντας κινδύνου. Υψηλότερα ποσοστά ΦΘΕ παρατηρούνται σε ασθενείς με καρκίνο του εγκεφάλου, του παγκρέατος, του στομάχου, του νεφρού, των ωοθηκών, της ουροδόχου κύστεως, των όρχεων και του πνεύμονα. Επίσης, υψηλό κίνδυνο επεισοδίου ΦΘΕ εμφανίζουν οι ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, ιδίως λέμφωμα. Το ποσοστό ΦΘΕ είναι ιδιαίτερα υψηλό το πρώτο διάστημα μετά τη διάγνωση του καρκίνου, ο δε κίνδυνος εκδήλωσης επεισοδίου ΦΘΕ είναι υψηλότερος τους πρώτους 3 μήνες μετά την αρχική διάγνωση, ενώ παραμένει σχετικά αυξημένος επί σειρά ετών. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως η εφαρμογή συστηματικής χημειοθεραπείας, αυξάνουν περαιτέρω τον κίνδυνο ΦΘΕ σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.
Η θρόμβωση σε ογκολογικούς ασθενείς είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας
Παρότι οι οικονομικές συνέπειες της ΦΘΕ και των σχετικών επιπλοκών μετά από ορθοπαιδικές επεμβάσεις(π.χ. αρθροπλαστική ισχίου και γόνατος) έχουν αξιολογηθεί σε πλήθος μελετών, η οικονομική επιβάρυνση των συστημάτων υγείας λόγω της ΦΘΕ στους ογκολογικούς ασθενείς έχει μελετηθεί λιγότερο. Μεγάλες μελέτες αξιολόγησης της οικονομικής επιβάρυνσης έχουν διεξαχθεί κυρίως στις ΗΠΑ, και από αυτές προκύπτει ότι η ΦΘΕ συνδέεται με τριπλασιασμό των εισαγωγών σε νοσοκομείο και υψηλότερο συνολικό κόστος υγειονομικής περίθαλψης. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής επιβάρυνσης των συστημάτων υγείας για τη διαχείριση της θρόμβωσης στους ογκολογικούς ασθενείς προκύπτει από την παρατεταμένη διάρκεια νοσηλείας των ασθενών. Σύμφωνα με μια μελέτη στις ΗΠΑ, το μέσο κόστος αντιμετώπισης ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα και ΦΘΕ ήταν κατά 50% αυξημένο σε σύγκριση με το συνολικό κόστος αντιμετώπισης ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα χωρίς ΦΘΕ. Θεωρείται πλέον ότι η ΦΘΕ αποτελεί χρόνια συνοδό πάθηση στους ογκολογικούς ασθενείς, επειδή ο κίνδυνος υποτροπής της διαρκεί για πολλά χρόνια μετά την αρχική εκδήλωση. Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας η εξασφάλιση κατάλληλης πρόληψης και θεραπείας της θρόμβωσης που συνδέεται με τον καρκίνο, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στη ζωή των ογκολογικών ασθενών και να αποφευχθούν οι υποτροπές, προκειμένου να μειωθεί η γενικότερη επιβάρυνση των συστημάτων υγείας.
Εφαρμογή θρομβοπροφύλαξης
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική, συνιστάται η μακροχρόνια αγωγή της συμπτωματικής ΦΘΕ σε όλους τους ογκολογικούς ασθενείς. Πρόσφατα αναθεωρήθηκαν και οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) για την προφύλαξη από τη ΦΘΕ σε ογκολογικούς ασθενείς, ενώ πολλές ογκολογικές εταιρείες διεθνώς (ACCP, NCCN, ISTH) έχουν εκδώσει παρόμοιες οδηγίες. Ο κύριος θεραπευτικός στόχος είναι η μείωση της υποτροπής των θρομβώσεων, συμπεριλαμβανομένης της θανατηφόρου και της μη θανατηφόρου πνευμονικής εμβολής, καθώς και η μείωση της επίπτωσης συνεπειών, όπως το μεταθρομβωτικό σύνδρομο, σε βάθος χρόνου. Ακολουθώντας λοιπόν τις οδηγίες αυτές, συνιστάται εφαρμογή θρομβοπροφύλαξης στους περισσότερους νοσηλευόμενους ογκολογικούς ασθενείς, ενώ παράλληλα, εξετάζεται το ενδεχόμενο εφαρμογής της οδηγίας και σε επιλεγμένους ογκολογικούς ασθενείς που δεν νοσηλεύονται, με στόχο τη βελτίωση της έκβασης, τη μείωση των δαπανών περίθαλψης και νοσηλείας που σχετίζονται με τη ΦΘΕ. Για το γενικό πληθυσμό, η τυπική αγωγή της οξείας ΦΘΕ συνίσταται στην αρχική θεραπεία με ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους, που ακολουθείται από μακροχρόνια αγωγή (επί 3-6 μήνες) με έναν από του στόματος Ανταγωνιστή της βιταμίνης K. Αν και η προσέγγιση αυτή μπορεί να φανεί αποτελεσματική για πολλούς ασθενείς, οι ογκολογικούς ασθενείς ειδικά εκδηλώνουν αυξημένο κίνδυνο υποτροπής της ΦΘΕ. Μάλιστα, οι μελέτες που αφορούν τον τρόπο ανίχνευσης και θεραπείας των ασθενών που κινδυνεύουν από υποτροπιάζουσα ΦΘΕ είναι σπάνιες. Γενικώς, συνιστάται οι ασθενείς με ενεργό καρκίνο (δηλαδή με διαγνωσμένη νόσο, ή υπό αντικαρκινική αγωγή) και ΦΘΕ να λαμβάνουν ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους τουλάχιστον επί 6 μήνες. Η συχνή παρακολούθηση και οι προσαρμογές της δοσολογίας που απαιτούνται για την αγωγή με ΑΒΚ (Ανταγωνιστή της βιταμίνης K) επηρεάζουν δυσμενώς την ποιότητα ζωής των ασθενών.
ΧΡΟΝΙΑ ΜΥΕΛΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (ΧΜΛ)
Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι μια αιματολογική κακοήθεια στην οποία διαταράσσεται η διαφοροποίηση των λευκών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυξημένος αριθμός ανώριμων λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα.Η ΧΜΛ αντιπροσωπεύει παγκοσμίως, το 10-15% του συνόλου των περιστατικών λευχαιμίας στους ενήλικες. Κάθε χρόνο, διαγιγνώσκονται ένα με δύο περιστατικά ανά 100.000 άτομα με συνηθέστερη εμφάνιση στη μέση ηλικία (45 με 55 έτη κατά μέσο όρο) ενώ περίπου το 2% των περιστατικών είναι παιδιά.
Οι περισσότεροι ασθενείς διαγιγνώσκονται στο αρχικό στάδιο της νόσου, δηλαδή στη χρόνια φάση, η οποία συχνά δεν συνοδεύεται από εμφανή συμπτώματα. Οι ασθενείς είναι πιθανό να παραμείνουν για μήνες ή χρόνια σε αυτή την φάση της νόσου. Όμως, εάν δεν λάβουν θεραπεία, παρουσιάζουν εκτροπή της νόσου στην επιταχυνόμενη ή τη βλαστική φάση. Κατά την τελευταία, η οποία ονομάζεται και βλαστική κρίση, είναι δυνατόν να παρουσιαστούν όγκοι εκτός του μυελού των οστών, απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις, σοβαρή αναιμία και αιμορραγικές εκδηλώσεις, που εν τέλει οδηγούν στο θάνατο του ασθενούς. Η ΧΜΛ χαρακτηρίζεται από ένα ελαττωματικό χρωμόσωμα, το οποίο ονομάζεται Χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph). Το χρωμόσωμα αυτό, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της πόλεως στην Αμερική, όπου περιγράφηκε για πρώτη φορά, είναι αποτέλεσμα μιας ανταλλαγής γενετικού υλικού ανάμεσα στα χρωμοσώματα 9 και 22. Συγκεκριμένα, ένα μέρος του 22 μετατίθεται στο 9 και αντίστροφα. Μέσω αυτού του φαινομένου (αντιμετάθεση) προκύπτει το βραχύ χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια (Ph). Εν συνεχεία, το χρωμόσωμα Ph, το οποίο εντοπίζεται σε όλους σχεδόν τους ασθενείς με ΧΜΛ, δίνει την εντολή για τη σύνθεση ενός ελαττωματικού ενζύμου γνωστό ως τυροσινικήκινάσηBcr-Abl. Το ένζυμο αυτό διαταράσσει τους μηχανισμούς σηματοδότησης που σχετίζονται με την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Με αυτόν τον τρόπο, οδηγούμαστε στην ανεξέλεγκτη παραγωγή των τελευταίων. Οι θεραπευτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας αφορούσαν την ανάπτυξη σκευασμάτων, τα οποία στοχεύουν εκλεκτικά την Bcr-Abl, αναστέλλοντας με αυτόν τον τρόπο την παραγωγή των καρκινικών κυττάρων. Η εμφάνιση τέτοιων θεραπειών πρώτης γενιάς (αναστολείς τυροσινικής κινάσης) το 2001, μείωσε ραγδαία τη θνησιμότητα της θετικής για το χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια(Ph+) ΧΜΛ: η μείωση της θνησιμότητας από το 2001 έως το 2006 ήταν της τάξης του 75%. Η επανάσταση αυτή συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη και νέων αναστολέων, δεύτερης γενιάς, μερικά χρόνια αργότερα, που άλλαξαν σημαντικά τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με ΧΜΛ.
Ponatinib: Η Πρόοδος της Επιστήμης δεν σταματά
Παρόλα αυτά, ένας σημαντικός αριθμός ασθενών ακόμη και σήμερα παρουσιάζει αντοχή ή δυσανεξία σε αυτές τις θεραπείες πρώτης και δεύτερης γενιάς. Υπολογίζεται πως περίπου 17% των ασθενών με ΧΜΛ, παρά τις θεραπείες πρώτης γενιάς, καταλήγει στο θάνατο μέσα σε 5 έτη. Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες γνωρίζουν πως η αιτία της έλλειψης ικανοποιητικού θεραπευτικού αποτελέσματος των θεραπειών αυτών, οφείλεται στην ύπαρξη διαφόρων μεταλλάξεων, που καθιστούν τη ΧΜΛ ανθεκτική σε αυτές τις θεραπείες. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκαν νέες θεραπείες, που μπορούν να προσφέρουν αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τέτοιων μεταλλάξεων. Το ponatinib αποτελεί έναν αναστολέα τυροσινικής κινάσης τρίτης γενιάς, που αναπτύχθηκε για να δώσει λύση στο θεραπευτικό αδιέξοδο που υπήρχε για αυτούς τους ασθενείς. Χάρη στο μοναδικό σχεδιασμό του μορίου είναι αποτελεσματικό σε ενήλικες ασθενείς με ΧΜΛ που απέτυχαν ή έχουν δυσανεξία σε παλαιότερης γενιάς αναστολείς και αποτελεί θεραπεία εκλογής σε ενήλικες ασθενείς επιβεβαιωμένη μετάλλαξη Τ315Ι. Το ponatinib χορηγείται από του στόματος (ένα χάπι μία φορά την ημέρα) και είναι εγκεκριμένο από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων από το 2013. Σήμερα βρισκόμαστε πλέον στο σημείο, κατά το οποίο ένα νόσημα, που ήταν θανατηφόρο για την πλειοψηφία των ασθενών (πριν το 2001), να γίνει ένα χρόνιο νόσημα με την καθημερινή λήψη ειδικής αγωγής από του στόματος, με αποτέλεσμα άριστη επιβίωση και ποιότητα ζωής για τους ασθενείς με ΧΜΛ. Το ponatinib αναμένεται να είναι εμπορικά διαθέσιμο και στην Ελλάδα εντός του 2017, από τη φαρμακευτική εταιρεία GenesisPharma.
Η συνεργασία GenesisPharma - Incyte διευκολύνει την πρόσβαση στη θεραπεία ασθενών με λευχαιμία
Μια εξαιρετικά σημαντική συνεργασία η οποία θα ενισχύσει την πρόσβαση των ασθενών με χρόνια μυελοειδή λευχαιμία στις θεραπείες υπέγραψε η Genesis Pharma με την Incyte Corporation. Συγκεκριμένα η Genesis Pharma αναλαμβάνει τα αποκλειστικά εμπορικά δικαιώματα του ponatinib στην ελληνική αγορά. Πρόκειται για ένα εγκεκριμένο φάρμακο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλες χώρες εκτός Αμερικής, το οποία αφορά ενήλικες ασθενείς με χρόνια μυελοειδή λευχαιμία (ΧΜΛ) ή οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία θετική για το χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ALL) και οι οποίοι είναι ανθεκτικοί ή δυσανεκτικοί σε συγκεκριμένους δεύτερης γενιάς αναστολείς της τυροσινικήςκινάσης (TKIs) ή έχουν τη μετάλλαξη T315I. Με τη νέα αυτή συνεργασία η ελληνική εταιρεία Genesis Pharma θα διασφαλίσει την πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία. Ενώ η συνεργασία από μόνη της θα δώσει στην εταιρεία μία περαιτέρω ώθηση ώστε, να παρέχει καινοτόμες θεραπείες στο νευραλγικό τομέα της αιματολογίας στους ασθενείς στη χώρα μας, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Διευθύνων Σύμβουλος της GENESISPharma, κος Κωνσταντίνος Ευριπίδης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό Ορφανού Φαρμάκου από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και το HAEMACARE project, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1.000 ασθενείς στην Ελλάδα με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία και Ph+ ALL. Η Incyte είναι μια βιοφαρμακευτική εταιρεία που επικεντρώνεται στην ανακάλυψη, ανάπτυξη και προώθηση πρωτότυπων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων. Εδρεύει στο Wilmington, Delaware, εδνώ έχει γραφεία στην Ελβετία και άλλες εννέα ευρωπαϊκές χώρες. Ενώ, η Genesis Pharma είναι μία από τις πλέον εξειδικευμένες εταιρείες στην Ελλάδα στον τομέα της πολλαπλής σκλήρυνσης, ενώ σημαντικό είναι και το εύρος καινοτόμων θεραπειών που διαθέτει για σπάνιες αιματολογικές κακοήθειες και απειλητικές μορφές καρκίνου, όπως το πολλαπλό μυέλωμα, ο μεταστατικός καρκίνος του παγκρέατος, ο μεταστατικός καρκίνος του μαστού κ.α.. Παράλληλα, δραστηριοποιείται στους τομείς της δερματολογίας, ρευματολογίας και της νεφρολογίας. Βάσει της συμφωνίας, η GENESISPharma θα είναι υπεύθυνη για τις πωλήσεις, το marketing, τις ιατρικές υποθέσεις, καθώς και τις κανονιστικές υποθέσεις και την τιμολόγηση και αποζημίωση του ponatinib στην Ελλάδα.
Πάνω από το 50% των ασθενών με ΧΜΛ παραμένουν σε ύφεσης άνευ μετά τη διακοπή του Nilotinib
Στην 52η Ετήσια Συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), η Novartis ανακοίνωσε τα πρώτα αποτελέσματα από το πρόγραμμα κλινικής δοκιμής Ύφεσης χωρίς Θεραπευτική Αγωγή (TFR) με Nilotinib. Οι μελέτες αυτές αξιολόγησαν τη δυνατότητα διατήρησης της μοριακής ανταπόκρισης (MR) μετά τη διακοπή της θεραπείας σε ενήλικες ασθενείς με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+) χρόνια μυελογενή λευχαιμία [ΧΜΛ] σε χρόνια φάση, οι οποίοι είχαν επιτύχει παρατεταμένη βαθύτερη μοριακή απόκριση με το σκεύασμα Nilotinib – πρόκειται για μια έννοια που ονομάζεται TFR. Τα ευρήματα από δύο ανοιχτές κλινικές μελέτες, την ENESTfreedom και την ENESTop, έδειξαν ότι περισσότεροι από το 50% των Ph+ ασθενών με ΧΜΛ που πληρούσαν τα αυστηρά προκαθορισμένα κριτήρια ανταπόκρισης των δοκιμών κατάφεραν να διατηρήσουν την ύφεση χωρίς θεραπευτική αγωγή (TFR) μετά τη διακοπή του σκευάσματος Nilotinib, είτε αυτό δινόταν ως θεραπεία πρώτης γραμμής, είτε δινόταν μετά από αρχική αγωγή με Imatinib. Υπό εξέλιξη βρίσκονται συζητήσεις με τις ρυθμιστικές αρχές με πιθανές υποβολές εντός του 2016. Τα αποτελέσματα από τη μελέτη ENESTfreedom έδειξαν ότι περισσότεροι από τους μισούς (51,6%) των 190 ασθενών με ΧΜΛ που πέτυχαν παρατεταμένη βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση τριών τουλάχιστον ετών με θεραπευτική αγωγή πρώτης γραμμής με Nilotinib κατάφεραν να διακόψουν την αγωγή τους και να παραμείνουν σε κατάσταση TFR για χρονικό διάστημα 48 εβδομάδων. Σύμφωνα με το Δρ. Andreas Hochhaus, Επικεφαλής του Τμήματος Αιματολογίας και Ιατρικής Ογκολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Jena στη Γερμανία και κεντρικός ερευνητής στη μελέτη ENESTfreedom, τα ευρήματα από τις δοκιμές nilotinib TFR έρχονται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο ερευνητικών δεδομένων που διερευνούν τη διακοπή θεραπευτικής αγωγής με αναστολέα της τυροσινικής κινάσης σε ασθενείς με ΧΜΛ και είναι πιθανόν να βοηθήσουν να καθιερωθούν ασφαλή και κατάλληλα κριτήρια ώστε οι επιλέξιμοι ασθενείς να είναι σε θέση να παύσουν την θεραπευτική αγωγή. Η ENESTop, η δεύτερη κλινική δοκιμή TFR της Novartis στην ASCO, αξιολόγησε 126 ασθενείς που κατάφεραν να επιτύχουν παρατεταμένη βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση με Nilotinib, όταν αυτό δόθηκε ως δεύτερης γραμμής θεραπεία μετά από μη επίτευξη ΜΜR υπό Imatinib. Στη μελέτη αυτή, σχεδόν 6 στους 10 (57.9%) ασθενείς (βαθμός εμπιστοσύνης 95% που επέτυχαν παρατεταμένη βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση μετά από τρία τουλάχιστον έτη θεραπευτικής αγωγής με Nilotinib, διατήρησαν τη μοριακή απόκριση επί 48 εβδομάδες μετά τη διακοπή της αγωγής. Και οι δύο μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη με προγραμματισμένη διάρκεια παρατήρησης με στόχο να αξιολογηθεί η ικανότητα των ασθενών να διατηρήσουν την ύφεση για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μετά τη διακοπή της αγωγής με Nilotinib. Πρόκειται για τις πρώτες παρουσιάσεις δεδομένων από το πρόγραμμα κλινικών δοκιμών Nilotinib TFR της Novartis.
Ορφανό Φάρμακο στην αντιμετώπιση της ΧΛΛ
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της βιοφαρμακευτικής εταιρείας AbbVie το Ορφανό σκεύασμα venetoclax έλαβε θετική γνωμοδότηση από την Επιτροπή για τα Φαρμακευτικά Προϊόντα Ανθρώπινης Χρήσης (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ).
Το venetoclax ως μονοθεραπεία ενδείκνυται για τη θεραπεία της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας (ΧΛΛ) παρουσία έλλειψης 17p ή μετάλλαξης στο ΤΡ53 σε ενήλικους ασθενείς, οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι ή έχουν αποτύχει σε θεραπεία με έναν αναστολέα του μονοπατιού του υποδοχέα των Β-λεμφοκυττάρων. Επίσης, ως μονοθεραπεία ενδείκνυται για τη θεραπεία της ΧΛΛ απουσία έλλειψης 17p ή μετάλλαξης στο ΤΡ53 σε ενήλικους ασθενείς, οι οποίοι έχουν αποτύχει τόσο σε ανοσοχημειοθεραπεία, όσο και σε θεραπεία με έναν αναστολέα του μονοπατιού του υποδοχέα των Β-λεμφοκυττάρων. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Επιτροπή για τα Ορφανά Φάρμακα (COMP) του EMA εξέδωσε θετική γνωμοδότηση για το χαρακτηρισμό του venetoclax ως ορφανού φαρμάκου για τη θεραπεία του πολλαπλού μυελώματος, ένα είδος καρκίνου που αναπτύσσεται από τα πλασμοκύτταρα στο μυελό των οστών και του διάχυτου λεμφώματος από μεγάλα Β-κυτταρα (DLBCL), ένα επιθετικό είδος λεμφώματος που αποτελεί την πιο συχνή μορφή μη-Hodgkin λεμφώματος (NHL). Προηγουμένως, ο EMA είχε εγκρίνει το χαρακτηρισμό του venetoclax ως ορφανού φαρμάκου για τη θεραπεία της ΧΛΛ και της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας (ΟΜΛ) που αποτελεί τη συχνότερη μορφή οξείας λευχαιμίας στους ενήλικες. Ο χαρακτηρισμός «Ορφανό Φάρμακο» χορηγείται
σε θεραπείες που στοχεύουν τη θεραπεία, την πρόληψη ή τη διάγνωση επικίνδυνων για τη ζωή παθήσεων, που προσβάλλουν όχι περισσότερα από πέντε άτομα ανά 10.000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για τις οποίες δεν υπάρχει ικανοποιητική θεραπεία. Η θεραπεία αυτή θα πρέπει επίσης να παρέχει σημαντικό όφελος στους ασθενείς. Όπως ανέφερε ο Εxecutive Vice President R&D, Chief Scientific Officer της AbbVie, Michael Severino η θετική γνωμοδότηση της CHMP σηματοδοτεί μια σπουδαία εξέλιξη για τους ασθενείς με Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία. «Η καινοτομία αυτή ανταποκρίνεται στη δέσμευση που έχει αναλάβει η AbbVie για την ανάπτυξη αντικαρκινικών φαρμάκων, που στοχεύουν στην κάλυψη των αναγκών ασθενών για τους οποίους δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή θεραπεία. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές ώστε να μπορέσουμε να διαθέσουμε το venetoclax στους κατάλληλους ασθενείς με ΧΛΛ» τόνισε ο κ. Severino.
Βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών με Λευχαιμία
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Janssen-Cilag International NV η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε έγκριση στην ιμπρουτινίμπη για την θεραπεία ενηλίκων ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία. Αυτό διευρύνει την ένδειξη πέραν της αρχικής έγκρισης για την ΧΛΛ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2014. Η ιμπρουτινίμπη έχει πλέον εγκριθεί για όλους τους ασθενείς με ΧΛΛ, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών που μπορούν να ωφεληθούν από αυτή την θεραπεία. Η διεύρυνση της ένδειξης της ιμπρουτινίμπης βασίζεται σε δεδομένα από την Φάσης 3, τυχαιοποιημένη, ανοικτής ετικέτας μελέτη RESONATE™-2, όπως δημοσιεύτηκε στο The New England Journal of Medicine (NEJM) το 2015. Όπως ανέφερε ο Καθηγητής Paolo Ghia, Aναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Vita-Salute San Raffaele του Μιλάνου της Ιταλίας η ιμπρουτινίμπη έχει επιδείξει αξιοσημείωτη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης, της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου και των ποσοστών ανταπόκρισης σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη. Τα δεδομένα της μελέτης RESONATE™-2 αποτελούν ένδειξη ότι η ιμπρουτινίμπη μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερα αναγκαία εναλλακτική επιλογή θεραπείας πρώτης γραμμής για πολλούς ασθενείς. Αυτή η πιο πρόσφατη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί την απόφαση του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (U.S. Food and Drug Administration) στις 04 Mαρτίου 2016 για έγκριση της διευρυμένης χρήσης των καψακίων ιμπρουτινίμπης από ασθενείς με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία. Η ιμπρουτινίμπη έχει αναπτυχθεί από κοινού από την Cilag GmbH International, που είναι μέλος των Φαρμακευτικών Εταιρειών Janssen και την Pharmacyclics LLC, μια εταιρεία της AbbVie. Θυγατρικές της Janssen διαθέτουν στην αγορά την ιμπρουτινίμπη στην Eυρώπη, Mέση Ανατολή και Αφρική, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, όπου το διαθέτουν στην αγορά από κοινού η Janssen Biotech, Inc. και η Pharmacyclics. Η Janssen και η Pharmacyclics συνεχίζουν να υποστηρίζουν ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης της ιμπρουτινίμπης, που περιλαμβάνει δεσμεύσεις για μελέτες Φάσης 3 με πολλαπλούς πληθυσμούς ασθενών.
ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ ΜΑΝΔΥΑ
Το λέμφωμα μανδύα (mantlecelllymphoma, MCL) αποτελεί σχετικά σπάνιο υπότυπο Β-μη Hodgkin λεμφώματος με συχνότητα ~6% επί του συνόλου των λεμφωμάτων. Συχνά εμφανίζει επιθετική κλινική συμπεριφορά, αλλά σε αντίθεση με τα υψηλής κακοηθείας λεμφώματα, είναι ανίατο και χαρακτηρίζεται από συνεχείς υποτροπές με συνεχώς βραχύτερες υφέσεις, όπως συμβαίνει στα λεμφώματα χαμηλής κακοηθείας. Στο νόσημα αυτό δηλαδή συνδυάζονται τα δυσμενή χαρακτηριστικά τόσο των χαμηλής όσο και των υψηλής κακοηθείας λεμφωμάτων. Παρ’ όλα αυτά η νόσος χαρακτηρίζεται από σημαντική ετερογένεια, καθώς υπάρχουν ασθενείς με μακρά κλινική πορεία που υπερβαίνει τα 10-15 έτη, ασθενείς που κατά τη διάγνωση δεν απαιτούν σύντομα θεραπεία, αλλά και άλλοι που καταλήγουν εντός λίγων ετών ή και μηνών από την αρχική διάγνωση, ιδίως αυτοί με τη βλαστοειδή ποικιλία της νόσου. Παρ’ όλες όμως τις σημαντικές προόδους που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια η νόσος παραμένει ανίατη. Μόνη θεραπεία με ορίζοντα την ίαση είναι η αλλογενής μεταμόσχευση, η οποία όμως είναι εφαρμόσιμη σε ελάχιστους ασθενείς στη 2η ή επόμενη ύφεση. Κατά συνέπεια είναι κρίσιμης σημασίας η βέλτιστη εναλλαγή των διατιθέμενων αρκετά αποτελεσματικών θεραπευτικών σχημάτων ή μεμονωμένων φαρμάκων ή ακόμη και η εισαγωγή περιόδων παρακολούθησης με σκοπό τη μεγιστοποίηση της επιβίωσης και την ελαχιστοποίηση της τοξικότητας. Πρόσφατα, η λεναλιδομίδη, ένας ανοσοτροποποιητικός και αντιαγγειογενετικός παράγων, απεδείχθη επίσης αποτελεσματική και έλαβε ένδειξη για το υποτροπιάζον/ανθεκτικό MCL. Χορηγούμενη σε δόση 25 mgp.o. κατά τις ημέρες 1-21 κύκλων 28 ημερών έως προόδου νόσου ή μη αποδεκτής τοξικότητας, απέδωσε υφέσεις στο 28% των βαριά προθεραπευμένων ασθενών που είχαν λάβει διάμεσο αριθμό 4 προηγουμένων θεραπειών έχοντας υποχρεωτικά εκτεθεί στο bortezomib. Η διάμεση διάρκεια αυτών των ανταποκρίσεων ήταν και εδώ εντυπωσιακά μακρά, της τάξεως των 16.6 μηνών. Ακολούθως, σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσεως 2, η λεναλιδομίδη συγκρίθηκε με την εκάστοτε επιλογή των ερευνητών σε αναλογία 2:1 (170 έναντι 84 ασθενών που είχαν λάβει διάμεσο αριθμό 2 προηγουμένων θεραπειών, 92% rituximab αλλά μόνο ~10% bortezomib). Με ποσοστό ανταπόκρισης 40% (πλήρεις υφέσεις 5%) η λεναλιδομίδη υπερείχε και ως εκ τούτου έλαβε ένδειξη για το υποτροπιάζον/ανθεκτικό MCL. Η διάμεση Επιβίωση Ελεύθερη Εξέλιξης Νόσου (ΕΕΕΝ) ήταν 8.7 μήνες. Συμπερασματικά, η ύπαρξη αποτελεσματικών καινοτόμων φαρμάκων για το MCL αλλάζει ριζικά το θεραπευτικό τοπίο. Προσεκτικά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες είναι απολύτως απαραίτητες για τον καθορισμό της βέλτιστης σειράς χορήγησης των διαθεσίμων παραγόντων, την εξατομίκευση της θεραπείας ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ασθενών, την ανάδειξη ασφαλών και αποτελεσματικών θεραπευτικών συνδυασμών και την προώθηση των νέων παραγόντων σε πρωιμότερα στάδια της θεραπευτικής στρατηγικής. Η λεναλιδομίδητης Celgene είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα από την GENESISPharma.
ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΕΣ
Έγκριση του πρώτου και μοναδικού αναστολέα για τη θεραπεία αιματολογικών κακοηθειών
Συγκεκριμένα, ο αναστολέας του PD-1, Nivolumab της Bristol-MyersSquibb εγκρίθηκε για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό κλασσικό λέμφωμα Hodgkin (cHL) μετά από αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (ASCT) και θεραπεία με brentuximabvedotin. Η έγκριση αυτή επιτρέπει την επέκταση της εμπορικής κυκλοφορίας του Nivolumab για το υποτροπιάζον ή ανθεκτικό cHL και στα 28 Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. Ενώ, βασίζεται σε μία ενιαία ανάλυση των δεδομένων από τη μελέτη Φάσης 2 CheckMate -205 και τη μελέτη Φάσης 1 CheckMate -039, οι οποίες αξιολογούν ασθενείς με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό cHL μετά από ASCT και θεραπεία με brentuximabvedotin. Στο υποσύνολο των ασθενών στον πληθυσμό αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας (n=95), το κύριο καταληκτικό σημείο του ποσοστού αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) όπως αξιολογήθηκε από μία ανεξάρτητη επιτροπή ακτινολογικής επανεξέτασης ήταν 66%. Το ποσοστό των ασθενών με πλήρη ανταπόκριση ήταν 6% , και το ποσοστό των ασθενών με μερική ανταπόκριση ήταν 60%. Στους 12 μήνες, το ποσοστό επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου ήταν 57% . Το Nivolumab συσχετίζεται με προειδοποιήσεις και προφυλάξεις που περιλαμβάνουν σχετιζόμενες με το ανοσοποιητικό:πνευμονίτιδα, κολίτιδα, ηπατίτιδα, νεφρίτιδα και νεφρική δυσλειτουργία, ενδοκρινοπάθειες, εξάνθημα, καθώς και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες, αντιδράσεις στην έγχυση και επιπλοκές της αλλογενούς μεταμόσχευσης αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT) σε cHL μετά από Nivolumab. Ο αντιπρόεδρος και επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού της Bristol-MyersSquibb, Emmanuel Blin, επεσήμανε ότι το Nivolumab είναι ο δεύτερος ανοσο-ογκολογικός παράγοντας της Bristol-MyersSquibb που λαμβάνει έγκριση στην ΕΕ για καρκίνο του αίματος μέσα σε μόλις έξι μήνες. Ενώ, επικεφαλής ερευνητής και καθηγητής Παθολογίας, Αιματολογίας και Ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας στη Γερμανία, Andreas Engert, ανέφερε ότι ως αιματολόγος, έχει αντιμετωπίσει την πρόκληση της διαχείρισης του κλασσικού λεμφώματος Hodgkin και την ανάγκη που υφίσταται στους ασθενείς που έχουν λάβει θεραπεία στο παρελθόν. Όπως είπε, ο καθηγητής είναι εξαιρετικά συναρπαστικό το γεγονός ότι, με την έγκριση του Nivolumab για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό κλασσικό λέμφωμα Hodgkin μετά από αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων και θεραπεία με brentuximabvedotin στην ΕΕ, οι γιατροί διαθέτουν πλέον μία εντελώς νέα θεραπευτική προσέγγιση που έχει επιδείξει εντυπωσιακά ποσοστά ανταπόκρισης και διάρκεια ανταπόκρισης σε αυτόν το δύσκολα αντιμετωπίσιμο πληθυσμό.
Η τεχνολογία Augmented Reality στην υπηρεσία των αιματολόγων
Στο πρόσφατο 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αιματολογίας, οι παρευρισκόμενοι είχαν τη ευκαιρία να βιώσουν μία εμπειρία επαυξημένης πραγματικότητας (augmented reality, AR). Η τεχνολογία Augmented Reality ή αλλιώς Επαυξημένη Πραγματικότητα είναι μια τεχνολογία που επιτρέπει την ζωντανή προβολή ενός φυσικού περιβάλλοντος του οποίου όμως η πραγματικότητα είναι επαυξημένη με την προβολή πληροφοριών αλλά και εικονικών προσώπων ή χώρων σχεδιασμένων μέσα από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Οι αιματολόγοι έπρεπε να εντοπίσουν στο χώρο του περιπτέρου της Takeda, μέσω της κάμερας του iPad, τα καρκινικά κύτταρα που προκαλούν πολλαπλό μυέλωμα, κάνοντας χρήση μια ειδικής εφαρμογής που δημιουργήθηκε για το λόγο αυτό. Μετά τον εντοπισμό και την αλληλοεπίδραση με τα καρκινικά κύτταρα έπρεπε να απαντήσουν σε κάποιες ερωτήσεις πάνω στη νόσο και τις επερχόμενες θεραπείες με στόχο να πετύχουν υψηλή βαθμολογία. Το σύνολο της βαθμολογίας των χρηστών αντιστοιχούσε σε δωρεά της Takeda στα Παιδικά Χωριά SOS. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία εντάσσεται στο πρόγραμμα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης της εταιρείας με σκοπό την ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας και την ενίσχυση ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Η εταιρεία πρωτοπορεί και με τη χρήση νέας τεχνολογίας απευθύνεται στην ιατρική κοινότητα χρησιμοποιώντας καινοτόμα μέσα όπως ειδικά προγράμματα στο κινητό, ειδικές ιστοσελίδες και νέες εφαρμογές. Μ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει μια ολόπλευρη ενημέρωση με δημιουργικό τρόπο προσεγγίζοντας μεγαλύτερα κοινά και υιοθετώντας οικολογικούς τρόπους προώθησης. Ακολουθήστε τον επίσημο λογαριασμό στο Twitter για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις καινοτομίες της εταιρείας στο www.twitter.com/TakedaHellas. Η Takeda MCO Balkans, ένας οργανισμός με έδρα την Αθήνα και υπευθυνότητα για τα Βαλκάνια με δέσμευση στην αρτιότερη ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας και στην παροχή καινοτόμων λύσεων για τους ασθενείς περνά σε μία νέα εποχή λειτουργίας βασισμένη στην ψηφιακή τεχνολογία.
ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΜΥΕΛΩΜΑ
Το πολλαπλό μυέλωμα είναι ένας ανίατος και απειλητικός για τη ζωή αιματολογικός καρκίνος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του όγκου και καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι μία σπάνια αλλά θανατηφόρα νόσος: περίπου 39.000 άνθρωποι διαγιγνώσκονται με πολλαπλό μυέλωμα στην Ευρώπη, ενώ περίπου 24.000 ασθενείς καταλήγουν από τη νόσο ετησίως. Η διάμεση ηλικία διάγνωσης στην Ευρώπη είναι τα 65-70 έτη. Στην Ευρώπη, ασθενείς ηλικίας κάτω των 65 ετών, με καλή φυσική και κλινική κατάσταση, θεωρούνται κατά κανόνα κατάλληλοι για αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Για τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς που είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση, οι βασικοί θεραπευτικοί στόχοι είναι η επίτευξη και η διατήρηση μίας βαθιάς ανταπόκρισης, με τελικό στόχο την καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου. Αυτοί οι ασθενείς συνήθως λαμβάνουν μια αρχική θεραπεία εφόδου και χημειοθεραπεία με υψηλή δόση μελφαλάνης και ακολουθεί η αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για περισσότερο από μία εικοσαετία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς υποτροπιάζουν εντός 2 έως 3 ετών μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση, έχουν διεξαχθεί δοκιμές για την αξιολόγηση του κατά πόσον η θεραπεία συντήρησης μετά τη μεταμόσχευση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο διατηρήσιμες υφέσεις.
Θεραπευτικές προσεγγίσεις
Είναι γεγονός ότι η νόσος συχνά γίνεται ανθεκτική στη θεραπεία, και αυτό συνεπάγεται μια επιτακτική ανάγκη για νέες θεραπευτικές επιλογές που παρέχουν βαθιές και διαρκείς ανταποκρίσεις, παρατείνοντας έτσι το χρόνο ζωής των ασθενών χωρίς πρόοδο της νόσου και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής τους. Για τη διαχείριση της νόσου το πρωτεάσωμα –μια δομική κατασκευή των κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού – διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία και την ανάπτυξη των κυττάρων, διασπώντας τις πρωτεΐνες που έχουν καταστραφεί ή δεν είναι πλέον χρήσιμες. Εδώ και χρόνια υπάρχουν φάρμακα που αναστέλλουν τη δράση του και ταυτόχρονα είναι μια κύρια και αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του πολλαπλού μυελώματος. Για την αντιμετώπιση του πολλαπλού μυελώματος υπάρχουν αρκετά νέα φάρμακα όπως οι ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες (πομαλιδομίδη) και μονοκλωνικά αντισώματα (daratumumab, elotuzumab) που έχουν πρόσφατα προστεθεί και αναμένεται να προστεθούν στη θεραπευτική φαρέτρα των αιματολόγων. Το carfilzomib είναι ο πρώτος εκλεκτικός και μη αναστρέψιμος αναστολέας πρωτεασώματος νεότερης γενιάς, το οποίο εγκρίθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Νοέμβριο του 2015 σε συνδυασμό με τη λεναλιδομίδη (ανοσοτροποποιητικό φάρμακο) και δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με πολλαπλό μυέλωμα, που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη γραμμή θεραπείας. Σε κλινικές μελέτες, περίπου ένας στους τρεις ασθενείς πέτυχαν τουλάχιστον πλήρη ανταπόκριση μέσω της θεραπείας με carfilzomib, λεναλιδομίδη κα ιδεξαμεθαζόνη (KRd), σε συχνότητα 3 φορές μεγαλύτερη από ότι με το συνδυασμό λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης (Rd). Επιπλέον, με τη συνδυαστική θεραπεία KRd οι ασθενείς παρουσίασαν περισσότερα από δύο χρόνια χωρίς εξέλιξη της νόσου. Η αύξηση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου είναι πολύ σημαντική, με φυσικό επακόλουθο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών αυτών. Συγκεκριμένα, στην κλινική μελέτη φάσηςΙΙΙ ASPIRE φάνηκε ότι οι ασθενείς υπόθεραπεία KRd είχαν αυξημένο διάμεσο χρόνο μέχρι την εξέλιξη της νόσου 8,7 μήνες περισσότερο συγκριτικά με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία Rd. Η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου ήταν 26,3 μήνες στο σκέλος KRd σε σύγκριση με 17,6 μήνες στο σκέλος Rd (HR: 0,69, 95%CI: 0,57 – 0,83, P =0,0001). Tα εν λόγω αποτελέσματα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα στους οποίους το νόσημα έχει εξελιχθεί, προσφέροντας μια νέα επιλογή για την αντιμετώπιση των υποτροπών στο πολλαπλό μυέλωμα. Η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (European Medicines Association) εξέδωσε το Μάιο του 2016 θετική γνωμοδότηση για την επέκταση της τρέχουσας ένδειξης του carfilzomib και για θεραπεία σε συνδυασμό μόνο με δεξαμεθαζόνη (Kd) για ενήλικες ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία (μελέτη ENDEAVOR). Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί την πρώτη (ιστορικά) συγκριτική μελέτη φάσης 3, δύο αναστολέων πρωτεασώματος σε πολλαπλό μυέλωμα, το carfilzomib σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη (Kd)συγκριτικά με το bortezomib σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη (Vd). Τα αποτελέσματά της μελέτης έδειξαν ότι το Kd σχεδόν διπλασίασε την επιβίωση των ασθενών χωρίς εξέλιξη νόσου, σε σύγκριση με το τρέχον πρότυπο της θεραπευτικής αγωγής με βάση την αναστολή του πρωτεασώματος, δηλαδή το συνδυασμό (bortezomib και δεξαμεθαζόνης (Vd). Oι ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα που έλαβαν θεραπεία με Kd παρουσίασαν μεγαλύτερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου 18,7 μήνες σε σύγκριση με 9,4 μήνες των ασθενών που έλαβαν Vd, με τη διαφορά τους να έρχεται στους 9,3 μήνες (HR = 0,53, 95 % CI : 0,44-0,65 p < 0,0001). Λόγω των στοιχείων αυτών, το carfilzomib έλαβε επιταχυνόμενη αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και τον χαρακτηρισμό ως «ορφανό φάρμακο» το έτος 2008, ένας χαρακτηρισμός που δίνεται στα φάρμακα που προορίζονται για τη θεραπεία, πρόληψη ή διάγνωση μιας ασθένειας η οποία είναι απειλητική για τη ζωή και έχει επιπολασμό στην Ευρώπη που δεν υπερβαίνει τα 5 στα 10.000 άτομα.
Θετικές εξελίξεις για τη θεραπεία συντήρησης ασθενών με πολλαπλό μυέλωμα
Στη διάθεση των ασθενών θα είναι σύντομα το πρώτο φάρμακο για τη θεραπεία συντήρησης μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων στο πολλαπλό μυέλωμα καθώς έλαβε θετική γνωμοδότηση από την Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων. Πρόκειται για λεναλιδομίδη της φαρμακευτικής εταιρείας Celgene που την έγκριση για την επέκταση της ένδειξης της ως μονοθεραπείας για τη θεραπεία συντήρησης ασθενών με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα μετά από αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση βασίστηκε στα αποτελέσματα δύο μελετών από συνεργατικές ομάδες, της μελέτης CALGB 100104 και της μελέτης IFM 2005-02. Η μελέτη CALGB 100104 ήταν μία ελεγχόμενη, διπλά τυφλή, πολυκεντρική μελέτη φάσης III σε 460 ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα που είχαν υποβληθεί σε αυτόλογη μεταμόσχευση και λάμβαναν συνεχή θεραπεία συντήρησης με λεναλιδομίδη άπαξ ημερησίως ή εικονικό φάρμακο έως την υποτροπή της νόσου. Ενώ, η μελέτη IFM 2005-02 ήταν μία διεθνής, ελεγχόμενη, διπλά τυφλή, πολυκεντρική μελέτη φάσης III, σε 614 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα που τυχαιοποιήθηκαν σε σχήμα εδραίωσης με μονοθεραπεία λεναλιδομίδης για 2 μήνες μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση, ακολουθούμενο από θεραπεία συντήρησης με λεναλιδομίδη άπαξ ημερησίως ή με εικονικό φάρμακο έως την εμφάνιση υποτροπής. Στις δύο μελέτες φάσης III, η μονοθεραπεία με λεναλιδομίδη ως θεραπεία συντήρησης μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου ή θανάτου σε ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα, έχοντας ως αποτέλεσμα την άρση του τυφλού των μελετών με βάση την ικανοποίηση του προκαθορισμένου ορίου ανωτερότητας στην ενδιάμεση ανάλυση. Σε αυτές τις μελέτες, το προφίλ ασφαλείας ήταν αντίστοιχο με άλλα κλινικά δεδομένα σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς μη-κατάλληλους για αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων και στη μετεγκριτική μελέτη ασφαλείας στο υποτροπιάζον/ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα. Και στις δύο κλινικές μελέτες φάσης III, οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) ήταν αιματολογικές και περιλάμβαναν την ουδετεροπενία και τη θρομβοπενία. Οι πιο συχνά αναφερθείσες μη-αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν οι λοιμώξεις. Και στις δύο δοκιμές, ένα αυξημένο ποσοστό επίπτωσης αιματολογικών δεύτερων πρωτοπαθών κακοηθειών έχει παρατηρηθεί στην ομάδα της λεναλιδομίδης σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Ωστόσο, η θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση επιβεβαιώνει ότι η σχέση οφέλους/κινδύνου για τη λεναλιδομίδη είναι θετική σε αυτή την επεκταθείσα ένδειξη. Όπως ανέφερε ο Καθηγητής Michel Attal, Executive Director του Institut Universitaire du Cancer Toulouse Oncopole και Institut Claudius Regaud στη Γαλλία οι μελέτες καταδεικνύουν ότι η θεραπεία συντήρησης με λεναλιδομίδη μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση μπορεί να συμβάλει στον έλεγχο των υπολειπόμενων κακοήθων κυττάρων και να καθυστερήσει την ανάπτυξη του όγκου μέσω της ενίσχυσης της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Όπως είπε ο καθηγητής, ο πρωταρχικός στόχος είναι η καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου για όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα και έχουν παρατηρήσει σε πολλές ανεξάρτητες μελέτες ότι η θεραπεία συντήρησης με λεναλιδομίδη, μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση, μπορεί να μειώσει κατά το ήμισυ τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου, μέσω της διατήρησης της ανταπόκρισης. Ο Tuomo Pätsi, Πρόεδρος της Celgene σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική (EMEA), τόνισε ότι αν και έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στην αντιμετώπιση του πολλαπλού μυελώματος, παραμένει μια ανίατη νόσος γι αυτό και η γνωμοδότηση της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση, επιβεβαιώνει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η λεναλιδομίδη στην αντιμετώπιση του πολλαπλού μυελώματος, επεκτείνοντας πλέον τη χρήση της σε ολόκληρο το φάσμα της νόσου. Η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση εξετάζει τις αιτήσεις και για τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τη Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και την Ισλανδία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία συνήθως ακολουθεί τις συστάσεις της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση, αναμένεται να λάβει την τελική απόφασή της σε περίπου δύο μήνες. Εάν δοθεί έγκριση, οι λεπτομερείς όροι για τη χρήση αυτού του προϊόντος θα περιγράφονται στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος (ΠΧΠ), η οποία θα δημοσιευθεί στην αναθεωρημένη Ευρωπαϊκή Δημόσια Αναφορά Αξιολόγησης (EPAR).
Νέα θεραπεία για την αντιμετώπιση του Πολλαπλού Μυελώματος
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Takeda Pharmaceutical Company Limited, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την υπό όρους άδεια κυκλοφορίας της ιξαζομίμπης σε μορφή καψακίων που ενδείκνυται σε συνδυασμό με λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη για την θεραπευτική αντιμετώπιση ενήλικων ασθενών με πολλαπλό μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία. Η απόφαση για την έγκριση της ιξαζοπίμπης ως ο πρώτος και μοναδικός από το στόμα αναστολέας πρωταεασώματος για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του πολλαπλού μυελώματος ακολουθεί τη θετική γνωμοδότηση από την Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) για ανθρώπινη χρήση το Σεπτέμβριο 2016. Όπως ανέφερε ο κ. Bob Munro, ασθενής με πολλαπλό μυέλωμα από το Ηνωμένο Βασίλειο, για τους ασθενείς η έγκριση αυτή σημαίνει ότι θα έχουν μια άλλη διαθέσιμη θεραπευτική επιλογή, καθώς η υποτροπή αποτελεί ένα σημαντικό θέμα κατά την καταπολέμηση αυτού του συγκεκριμένου τύπου καρκίνου. Ενώ, τόνισε ότι ευελπιστεί η θεραπεία να είναι σύντομα διαθέσιμη σε όλα τα συστήματα Υγείας της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδέχθηκε την σύσταση της CHMP για έγκριση της ιξαζομίμπης με βάση τα δεδομένα από τη βασική μελέτη Φάσης 3 TOURMALINE-MM1, η οποία διαπίστωσε ότι η ιξαζομίμπη σε συνδυασμό με λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη αύξησε την διάρκεια της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου κατά περίπου 6 μήνες ή 40%, σε ασθενείς με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα κατά την σύγκριση με εικονικό φάρμακο, λεναλινομίδη και δεξαμεθαζόνη. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι το όφελος ως προς την επιβίωση χωρίς εξέλιξη που παρατηρήθηκε με το σχήμα της ιξαζομίμπης επεκτεινόταν και σε προκαθορισμένες υποομάδες ασθενών. Αναλύσεις παρακολούθησης σχετικά με την συνολική επιβίωση έχουν προγραμματιστεί για το 2017. Ο Philippe Moreau, MD, Επικεφαλής του Τμήματος Αιματολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Νάντης στην Γαλλία, σημείωσε ότι με την έγκριση της ιξαζομίμπης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι ιατροί όλων των αντίστοιχων χωρών θα έχουν την δυνατότητα συνταγογράφησης ενός τριπλού σχήματος με αποκλειστική λήψη από το στόμα για την θεραπεία ασθενών με πολλαπλό μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία. Στην μελέτη TOURMALINE-MM1, διαπιστώσαμε μια κλινικά σημαντική εξάμηνη βελτίωση στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου με την ιξαζομίμπη και αυτό το δεδομένο έχει υποστηρίξει την έγκρισή του στην Ευρώπη. Ο Christophe Bianchi, M.D., Πρόεδρος της Takeda Oncology, από μεριά του ανέφερε ότι κατά την ανάπτυξη της ιξαζομίμπης, οι επιστήμονες της Takeda Oncology επιδίωξαν να συνθέσουν έναν αποτελεσματικό και μοναδικό αναστολέα πρωτεασώματος με λήψη από το στόμα και διαχειρίσιμο προφίλ ασφάλειας. Η ιξαζομίμπη παρέχει την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα ενός αναστολέα πρωτεασώματος μέσω της άνετης λήψης ενός δισκίου μία φορά την εβδομάδα που μπορεί να λαμβάνεται στο σπίτι. Η ιξαζομίμπη έχει την δυνατότητα να προσφέρει βοήθεια στους ευρωπαίους ασθενείς με υποτροπιάζον πολλαπλό μυέλωμα μέσω της απομάκρυνσης μερικών από τα εμπόδια που μπορούν να προκύψουν κατά την επιδίωξη της βέλτιστης θεραπείας, μεταξύ των οποίων και εκείνα που είναι δυνατόν να παρεμποδίσουν την μακροπρόθεσμη θεραπευτική αντιμετώπιση της εξέλιξης της νόσου. Με το προφίλ ασφάλειας της ιξαζομίμπης και την χορήγησή του από το στόμα, η ελπίδα μας είναι ότι πολλοί ασθενείς θα έχουν την δυνατότητα συνέχισης της θεραπείας με ελάχιστες μειώσεις της δόσης για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής αποτελεσματικότητας. Μετά την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα συνεχίσουμε να μελετούμε την ιξαζομίμπη σε ποικίλα πλαίσια, έχοντας την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να προσφέρουμε αυτό το φάρμακο σε όσο το δυνατόν πιο πολλούς ασθενείς που θα μπορέσουν να ωφεληθούν από αυτό. Ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χρήση της ιξαζομίμπης έχει πλέον εγκριθεί σε όλο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που περιλαμβάνει τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και την Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και την Ισλανδία. Επιπλέον, η χρήση της ιξαζομίμπης έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ισραήλ και την Βενεζουέλα, ενώ η Takeda έχει υποβάλει αιτήσεις άδειας κυκλοφορίας της ιξαζομίμπης σε αρκετές επιπλέον ρυθμιστικές αρχές σε ολόκληρο τον κόσμο.
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ο δεύτερος σε συχνότητα εμφάνισης καρκίνος, με περίπου 450000 νέα περιστατικά στην Ευρώπη το 2012. Υπολογίζεται ότι 215000 άνθρωποι πέθαναν από τη νόσο την ίδια χρονιά στην Ευρώπη. Στατιστικά, αποτελεί περίπου το 13% όλων των τύπων καρκίνου στους άνδρες και το 12% στις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι το 25% των ασθενών θα διαγνωσθεί με μεταστατική νόσο εξαρχής ενώ το 50% θα εμφανίσει μεταστάσεις σε κάποια χρονική στιγμή στην πορεία της νόσου. Η πενταετής επιβίωση κυμαίνεται από 90% για το στάδιο Ι μέχρι 10% για τη μεταστατική νόσο (στάδιο IV), όπως αναφέρει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων – Πρόεδρος της Επιτροπής Κατευθυντήριων Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παθολογικής Ογκολογίας & Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ελληνικής Συνεργαζόμενης Ογκολογικής Ομάδας κ. Γιώργος Πενθερουδάκης. Σύμφωνα με τον κ. Πενθερουδάκη, ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ιάσιμο νόσημα εφόσον διαγνωστεί σε εντοπισμένο στάδιο. Η πιθανότητα ίασης κυμαίνεται από >90% για το στάδιο Ι (καρκίνος εντοπισμένος στον βλεννογόνο ή μυικό χιτώνα του τοιχώματος του εντέρου), 85% στο στάδιο ΙΙ (καρκίνος που διαπερνά το τοίχωμα του εντέρου), σε 50-75% στο στάδιο ΙΙΙ (καρκίνος εντοπισμένος στο τοίχωμα του εντέρου αλλά με διηθημένους περιοχικούς λεμφαδένες). Συνεπώς, σημαντική είναι η πρόληψη με την διενέργεια κολονοσκόπησης σε άνδρες και γυναίκες από τα 50 έτη της ηλικίας και κάθε 3-5 έτη. Σε οικογένειες με κληρονομική προδιάθεση ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να ξεκινά νωρίτερα. Σημαντική είναι επίσης και η παρέμβαση ογκολόγου σε περιπτώσεις οικογενειών με πολλά κρούσματα καρκίνου παχέος εντέρου, ιδιαίτερα σε νεαρές ηλικίες<45 ετών, ώστε να ληφθεί γενεαλογικό ιστορικό και να γίνεται έλεγχος γονιδίων κληρονομικού καρκίνου εφόσον χρειάζεται. Η θεραπευτική στρατηγική αντιμετώπισης του ασθενούς με εντοπισμένο καρκίνο παχέος εντέρου συνίσταται σε χειρουργική εκρίζωση του όγκου και ακολούθως, ανάλογα με το στάδιο της νόσου, παρακολούθηση ή επικουρική χημειοθεραπεία. Επικουρική χημειοθεραπεία χορηγείται σε ασθενείς με εκταμέν όγκο σταδίου ΙΙΙ και σε επιλεγμένες περιπτώσεις σε ασθενείς με όγκο σταδίου ΙΙ. Η αντιμετώπιση και το θεραπευτικό πλάνο για κάθε ασθενή με όγκο παχέος εντέρου πρέπει να σχεδιάζεται από κοινού από τον χειρουργό, τον παθολόγο-ογκολόγο, τον ακτινολόγο, παθολογοανατόμο και ακτινοθεραπευτή. Για τον ασθενή με μεταστατική νόσο από το παχύ έντερο θα πρέπει να χαράσσεται με συνεργασία πολλαπλών ιατρικών ειδικοτήτων στα πλαίσια του ογκολογικού συμβουλίου, όπως λέει ο κ. Πενθερουδάκης και συμπληρώνει. Η βέλτιστη αντιμετώπιση απαιτεί τον διαχωρισμό, σε πρώτη φάση, των ασθενών σε αυτούς που έχουν χειρουργήσιμη ή ανεγχείρητη νόσο (πρωτοπαθούς εστίας και μεταστάσεων).Για την ομάδα εκείνη των ασθενών των οποίων η νόσος δεν αναμένεται να γίνει χειρουργήσιμη, πρωταρχικός στόχος είναι η παράταση της επιβίωσης και η μείωση της βαρύτητας των επιπλοκών της νόσου με βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αυτό επιτυγχάνεται με συστηματική θεραπεία με κυτταροτοξικά φάρμακα όπως φθοριοπυριμιδίνες οξαλιπλατίνα, ιρινοτεκάνη και με χορήγηση στοχευτικών φαρμάκων έναντι της αγγείωσης του όγκου (bevacizumab, aflibercept) ή έναντι πρωτεινών των νεοπλασματικών κυττάρων (panitumumab, cetuximab, regorafenib). Μοριακές εξετάσεις επί του όγκου είναι απαραίτητο να γίνουν ώστε να επιλεγεί ο κατάλληλος για κάθε ασθενή στοχευτικός παράγοντας. Η σύγχρονη θεραπεία του αρρώστου με μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου έχει επιτύχει διάμεσο επιβίωση 30 μηνών, στις δε περιπτώσεις που μπορεί να γίνει μεταστασεκτομή ακόμα και ίαση.
ΟΡΘΟΚΟΛΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ
Ο ορθοκολικός καρκίνος ή καρκίνος του παχέως εντέρου αποτελεί ένα από τους συχνότερους καρκίνους ο οποίος ευθύνεται για περίπου το 10% των θανάτων στο Δυτικό κόσμο. Σύμφωνα με τον Δρ Jeffrey Meyerhardt, διευθυντή του Κέντρου Dana-Farber για τον Καρκίνο του Γαστρεντερικού, στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο ορθοκολικός καρκίνος μπορεί να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί. Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου για τον ορθοκολικό καρκίνο είναι η ηλικία και το φύλο ωστόσο συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως είναι το οικογενειακό και το ατομικό ιστορικό , η παχυσαρκία και η διατροφή ακόμα και η καθιστική ζωή. Η αντιμετώπιση του γίνεται με χειρουργική επέμβαση ανεξαρτήτως του σταδίου της νόσου. Υπάρχουν όμως και εστιασμένες θεραπείες για τον ορθοκολικό καρκίνο, όπως η θεραπεία με μονοκλωνικό αντίσωμα. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει καθιερωθεί ο Μάρτιος ως Μήνας Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τον Ορθοκολικό Καρκίνο.
Σημαντικές αλλαγές στην αντιμετώπιση του ορθοκολικού καρκίνου
Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν συντελεστεί πολύ σημαντικές αλλαγές στην αντιμετώπιση του μεταστατικού ορθοκολικού καρκίνου με εντυπωσιακά αποτελέσματα, αφού με την προσθήκη νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων έχουμε φθάσει να μιλάμε πλέον για μέση επιβίωση των ασθενών έως και 40 μήνες έναντι των μόλις 14 προ 20ετίας. Πλέον τα φαρμακευτικά όπλα που η επιστήμη διαθέτει για να αντιμετωπίσει τον μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο είναι τόσο τα χημειοθεραπευτικά σκευάσματα με κυρίαρχη την χρήση της ιρινοτεκάνης και οξαλιπλατίνης αλλά και στοχευμένες θεραπείες που συνεπικουρούν το έργο καταπολέμησης των καρκινικών κυττάρων, και σε αυτές οφείλεται στο μεγαλύτερο βαθμό η εντυπωσιακή αύξηση της μέσης επιβίωσης των ασθενών. Οι δύο κύριες κατηγορίες ενδεικνυόμενων στοχευμένων θεραπειών που αυτή τη στιγμή έχουμε στη διάθεσή μας είναι οι παράγοντες anti-EGFR και anti-VEGF. Και οι δυό αυτές κατηγορίες αφορούν μονοκλωνικά αντισώματα, πρωτεϊνες δηλαδή σχήματος Υ (αντισώματα) οι οποίες προέρχονται από ένα μόνο κλώνο κυττάρων (μονοκλωνικά), τα οποία προσδένονται στα παθογόνα σαν δαγκάνες, (Υ) με την άκρη αυτής να παρουσιάζει εξαιρετική μεταβλητότητα. Η δράση των μονοκλωνικών αντισωμάτων στον καρκίνο συνδέεται με:
- Ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού (μέσω σήμανσης του αντιγόνου)
- Παρεμπόδιση του πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων
- Σύζευξη με χημειοθεραπεία ή ραδιενεργό σωματίδιο
Σε ότι αφορά τις κύριες κατηγορίες,οιanti-EGFRs περιλαμβάνουν χιμαιρικά και πλήρως εξανθρωπισμένα μονοκλωνικά αντισώματα (cetuximabκαι panitumumabαντίστοιχα), και εξειδικεύονται στους μεταστατικούς ορθοκολικούς όγκους αγρίου τύπου (wild type) παρουσιάζοντας εντυπωσιακά δεδομένα μέσης επιβίωσης τα οποία σε πρόσφατη κλινική μελέτη με cetuximab έφθασε έως 39,3 μήνες. Η κατηγορία των anti-VEGFs αφορά αγγειογενετικούς παράγοντες, δηλαδή παράγοντες οι οποίοι εμποδίζουν την αγγειογένεση, η οποία είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του όγκου. Τα τελευταία δεδομένα που έχουν προκύψει από τις κλινικές μελέτες επιδεικνύουν την ανάγκη χρήσης όλων των διαθέσιμων στοχευμένων θεραπειών, αλλά χρησιμοποιώντας τα με τη σωστή σειρά. Ως εκ τούτου τα δεδομένα από νεότερες κλινικές μελέτες υπογραμμίζουν το μεγαλύτερο όφελος από τη χρήση anti-EGFRπαραγόντων στην 1η γραμμή αντιμετώπισης του μεταστατικού ορθοκολικού καρκίνου, ακολουθούμενο από χρήση anti-VEGF παράγοντα στην 2η γραμμή αντιμετώπισης, ενώ για την 3η γραμμή θεραπείας υπάρχει και η επιλογή του regorafenib. Επίσης τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ιδιαίτερα έντονα ο τομέας της ανοσο-ογκολογίας (immunooncology – IO), από τον οποίο έχουν ήδη προκύψει φαρμακευτικά σκευάσματα και βρίσκονται σε εξέλιξη άλλα, τα οποία αναμένεται να αλλάξουν τα δεδομένα αντιμετώπισης όχι μόνο του ορθοκολικού καρκίνου αλλά πολλών μορφών καρκίνου γενικότερα. Ιδιαίτερη κινητικότητα και δέσμευση στην έρευνα και ανάπτυξη ανοσο-ογκολογικών θεραπειών αναπτύσσουν εταιρίες όπως οι: Merck, BMS,MSD, AstraZeneca, Roche κ.α.
ΜΕΛΑΝΩΜΑ
Νέα δεδομένα στη θεραπεία του προχωρημένου μελανώματος
Η στοχευμένη θεραπεία με BRAF / ΜΕΚ αναστολείς στους BRAF+ ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα οδηγεί σε μεγάλο ποσοστό σε ταχεία κλινική ανταπόκριση, γεγονός που οφείλεται στην αναστολή του ενεργοποιημένου ΜΑΡΚ μονοπατιού. Παράλληλα όμως, και τα ποσοστά επιβίωσης που προσφέρει η διπλή αναστολή του MAPK μονοπατιού φαίνεται πως είναι σημαντικά. Στο συνέδριο SMR (Society of Melanoma Research) τον Νοέμβριο του 2016 ανακοινώθηκαν μακροχρόνια δεδομένα επιβίωσης του εγκεκριμένου συνδυασμού cobimetinib + vemurafenib στο BRAF+ μεταστατικό μελάνωμα. Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη φάσης IbBRIM7 η διάμεση συνολική επιβίωση (OS)του συνδυασμού cobimetinib + vemurafenib έφτασε για την ομάδα των BRAFinaive ασθενών κοντά στα 2,5 χρόνια (31,2 μήνες) και η 4ετής συνολική επιβίωση το 36%. Η μελέτη αυτή έδωσε χρόνο μέχρι την επιδείνωση της νόσου (PFS) 13,8 μήνες και αντικειμενικές ανταποκρίσεις (ORR) 87,3%, δηλ σχεδόν 9 στους 10 είχαν βελτίωση της νόσου, ενώ οι πλήρες υφέσεις (πλήρης εξαφάνιση της νόσου)έφτασαν στο 19%. Στην εγκριτική μελέτη φάσεως ΙΙΙ coBRIM, που έχει τον δυσκολότερο πληθυσμό στις μελέτες του προχωρημένου μελανώματος (οι μισοί σχεδόν ασθενείς είχαν υψηλή LDH που είναι ο χειρότερος προγνωστικός παράγοντας), η 3ετής συνολική επιβίωση έφτασε το 37,4% στο σκέλος cobimetinib + vemurafenib έναντι 31% στο σκέλος του vemurafenib +placebo. Η διάμεση συνολική επιβίωση της μελέτης με το μεγαλύτερο follow-up παρέμεινε αμετάβλητη στους 22,5 μήνες έναντι 17,4 μήνες στο σκέλος της μονοθεραπείας με vemurafenib, HR (95% CI); 0.76 (0.60–0.96); P = 0.0188. Ανάλυση των υποπληθυσμών της μελέτης έδειξε πως η 3ετής επιβίωση στην ομάδα των ασθενών με φυσιολογική LDH που έλαβε το διπλό συνδυασμό cobimetinib + vemurafenib έφτασε το 50% (οι μισοί δηλ ασθενείς με φυσιολογική LDH παρέμεναν εν ζωή στην 3ετία). Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα στο σκέλος cobimetinib + vemurafenib ήταν η διάρροια, ο έμετος, το εξάνθημα, η φωτοευαισθησία, η ναυτία, η πυρεξία, η αύξηση των τρανσαμινασών και της CPK.
Το μέλλον στη θεραπεία του μεταστατικού μελανώματος
Το Atezolizumab, το πρώτο αντι-PD-L1μονοκλωνικό αντίσωμα στην κατηγορία των ανοσοθεραπειών (immunecheckpointinhibitor), έδειξε κλινική αποτελεσματικότητα και ανεκτόπροφίλ ασφάλειας σε μια σειρά τύπων όγκου, συμπεριλαμβανομένου του μελανώματος, του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (ΜΜΚΠ), του μεταστατικού ουροθηλιακού καρκίνου και του καρκίνου του νεφρού.ΤοAtezolizumabείναι ήδη εγκεκριμένη θεραπεία στις Ηνωμένες Πολιτείες για τους ασθενείς με ανθεκτικό στην πλατίνα μεταστατικόουροθηλιακό καρκίνο και στη 2η γραμμή του ΜΜΚΠ. Σε μία μελέτη φάσης Ibσε ασθενείς με δερματικό μελάνωμα, η μονοθεραπεία με atezolizumab οδήγησε σε αντικειμενικές ανταποκρίσεις (ORR) 33%,ποσοστό που δεν διαφέρει από τις ήδη εγκεκριμένες ανοσοθεραπείες. Η συνδυασμένη θεραπεία αναστολέων BRAF / ΜΕΚ και ανοσοθεραπείας στους ασθενείς με BRAF V600+ μελάνωμα φαίνεται πως υποστηρίζεται από ισχυρή επιστημονική και κλινική λογική. Στο συνέδριο ESMO τον Οκτώβριο του 2016 παρουσιάστηκαν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα ασφάλειας και κλινικής δραστικότητας μιας πολυκεντρικής μελέτης φάσης Ibτου atezolizumabσε συνδυασμό με το vemurafenib και το cobimetinib σε μη-προθεραπευμένους ασθενείς με BRAF V600+ μεταστατικό μελάνωμα. Ο τριπλός συνδυασμός έδειξε ένα διαχειρίσιμο προφίλ ασφάλειας. Οιπιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν με τον τριπλό συνδυασμό ήταν η τρανσαμιναιμία, η κόπωση, η αρθραλγία, η διάρροια, η γριπώδης συνδρομή και η φωτοευαισθησία, ενώ η αντικαρκινική του δράση αποδείχθηκε πολλά υποσχόμενη με ποσοστό ανταπόκρισης 83% (95% CI, 64,2 έως 94,2). Το δοσολογικό σχήμα που φάνηκε να βελτιστοποιεί την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του τριπλού συνδυασμού περιλαμβάνει μια περίοδο θεραπείας ενός μηνός με cobimetinib και vemurafenib πριν από την έναρξη της θεραπείας atezolizumab. Tέλος, στο SMR του 2016 παρουσιάστηκαν τα πρώιμα δεδομένα μιας ακόμα ενδιαφέρουσας μελέτης συνδυασμού του atezolizumab με το cobimetinib σε ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα, ανεξαρτήτως BRAFstatus11.Πρόκειται για μια πολυκεντρική μελέτη φάσης Ib, σε διάφορους τύπους όγκων, μεταξύ των οποίων και μελάνωμα. 22 ασθενείς με μελάνωμα, μη προθεραπευμένοι αλλά και βαριά προθεραπευμένοι, έλαβαν atezolizumab+cobimetinib δίνοντας αντικειμενικές ανταποκρίσεις 45% και ειδικά για τους BRAFwildtype(που δεν είχαν τη μετάλλαξη BRAF)ασθενείς το ποσοστό των ασθενών που ανταποκρίθηκαν έφτασε στο 50%. Ενώ, η επιβίωση μέχρι την εξέλιξη της νόσου έφτασε τους 12 μήνες στο σύνολο των ασθενών, και για τους BRAF wildtype τους 15,7 μήνες.
Συνδυαστική θεραπεία παρουσιάζει όφελος επιβίωσης στο προχωρημένο μελάνωμα
Η Novartis ανακοίνωσε δεδομένα από κλινική μελέτη Φάσεως ΙΙΙ τα οποία επιδεικνύουν σημαντικό όφελος επιβίωσης σε ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα θετικό στη μετάλλαξη BRAF V600E/K, όταν λαμβάνουν ως αγωγή πρώτης γραμμής το συνδυασμό dabrafenib και trametinib, εν συγκρίσει με αυτούς που λαμβάνουν μονοθεραπεία με dabrafenib. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης μετά από τριετία παρακολούθησης της COMBI-d, αντιπροσωπεύουν μία από τις μελέτες με τις μεγαλύτερες περιόδους παρακολούθησης της επιβίωσης έως σήμερα, σε ασθενείς με μελάνωμα θετικό στη μετάλλαξη BRAF V600E/K. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο 52ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO). «Η μετάλλαξη BRAF V600E/K παραμένει το κρίσιμο γενετικό χαρακτηριστικό του προχωρημένου μελανώματος που καθοδηγεί τις θεραπευτικές επιλογές των ασθενών», σύμφωνα με τον Keith T. Flaherty, MD, Director of the Henri and Belinda Termeer Center for Targeted Therapies, Massachusetts General Hospital Cancer Center and Professor of Medicine, Harvard Medical School. «Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί μακροχρόνια επιβίωση με τον εν λόγω συνδυασμό ο οποίος και θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν για ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα θετικό στη μετάλλαξη BRAF. Αξιοσημείωτο είναι το εξαιρετικό αποτέλεσμα που επέτυχαν όσοι ξεκίνησαν με μικρότερο φορτίο νόσου κατά την ένταξή τους στη μελέτη». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης COMBI-d επί 423 ασθενών, το κατ’ εκτίμηση ποσοστό επιβίωσης στα τρία χρόνια ήταν 44% για τους ασθενείς που λάμβαναν συνδυασμό Dabrafenib + Trametinib σε σύγκριση με 32% εκείνων που λάμβαναν μόνον Dabrafenib. Υπήρξαν 26 ασθενείς οι οποίοι μεταπήδησαν από τη μονοθεραπεία στο σκέλος συνδυαστικής θεραπείας όταν ο συνδυασμός έδειξε σημαντικό όφελος ολικής επιβίωσης (ΣΕ) σε προηγούμενη ανάλυση. Τα αποτελέσματα ασφαλείας παρουσίασαν συνέπεια με το προφίλ που έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα για τη συνδυαστική αγωγή και με το προφίλ που έχει παρατηρηθεί στη μονοθεραπεία με Dabrafenib. Δεν παρατηρήθηκαν νέα, ανησυχητικά σημεία. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (≥20%) στο σκέλος της μελέτης με τον συνδυασμό των σκευασμάτων ήταν πυρεξία, κόπωση, ναυτία, πονοκέφαλος, ρίγη, διάρροια, εξάνθημα, πόνοι στις αρθρώσεις (αρθραλγία), υπέρταση, έμετος, βήχας και περιφερικό οίδημα. Όπως ανέφερε ο Alessandro Riva, MD, επικεφαλής Ανάπτυξης Ογκολογίας & Ιατρικών Υποθέσεων της Novartis για όλο τον κόσμο, τα δεδομένα αυτά αποτελούν, ισχυρό παράδειγμα της σημασίας που έχουν οι ορθολογικά στοχευμένες θεραπείες και η αναγνώριση των ασθενών με μεγαλύτερες πιθανότητες να ωφεληθούν από τα φάρμακά μας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριετίας. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση δεν βοηθά μόνο να εξελιχθεί η άσκηση της ογκολογίας ακριβείας, αλλά είναι δυνατόν να αλλάξει εντελώς τη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου.
Η μαγνητική τομογραφία γίνεται «παιχνίδι» στο Παίδων «Αγ. Σοφία»
Ένας νέος εξομοιωτής μαγνητικού τομογράφου που δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να εξετάζονται χωρίς αναισθησία τοποθετήθηκε στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» έπειτα από πρωτοβουλία του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα», και με την ευγενική χορηγία της Bayer Ελλάς. Ο νέος εξομοιωτής ο οποίος παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση στους χώρους του νοσοκομείου θα συμβάλλει σημαντικά στην εξοικείωση των μικρών ασθενών, με τη διαδικασία της εξέτασης της μαγνητικής τομογραφίας. Μέσω της λειτουργίας του, τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να βιώνουν τις πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας του μαγνητικού τομογράφου με σκοπό την ψυχολογική τους προετοιμασία και αποτέλεσμα την αποφυγή αναισθησίας. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Διοικητής του Νοσοκομείου Παίδων «Αγ. Σοφία», κ. Εμμανουήλ Παπασσάβας, η Διευθύντρια του Τμήματος Απεικονιστικών Μεθόδων Αξονικού - Τομογράφου του Νοσοκομείου Παίδων «Αγ. Σοφία», κα. Χριστιάνα Χατζηγιώργη και η κα. Μαρία Τρυφωνίδη, Πρόεδρος Δ.Σ. του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα». Η κα. Χριστιάνα Χατζηγιώργη, Διευθύντρια του Τμήματος Απεικονιστικών Μεθόδων Αξονικού και Μαγνητικού Τομογράφου του Νοσοκομείου Παίδων «Αγ. Σοφία», αναφέρθηκε στη σημασία της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας λέγοντας ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς θα συμβάλει στην ψυχολογική ανακούφιση παιδιών που με ανεξάντλητα αποθέματα ψυχικής δύναμης μάχονται καθημερινά ενάντια στην ασθένειά τους. Όπως είπε, στο τμήμα αυτό γίνονται μηνιαία διακόσιες περίπου αναισθησίες και η αναισθησία είναι μία σοβαρή ιατρική πράξη, λόγω καταστολής του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, η οποία ελλοχεύει κινδύνους. Εάν έστω και ένα παιδί μπορεί να συνεργαστεί λόγω εξοικείωσης με την εξέταση και αποφύγει την αναισθησία, τότε το κέρδος είναι μεγάλο. Η κυρία Μαρία Τρυφωνίδη, Πρόεδρος Δ.Σ. του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα», ευχαρίστησε την Bayer Ελλάς που για τη βοήθεια που προσφέρει στο Σύλλογο και μάλιστα ε μια τόσο δύσκολη περίοδο όπου οι δαπάνες της πολιτείας για την ιατρική περίθαλψη έχουν συρρικνωθεί, γεγονός που αυξάνει τη σημασία και την ανάγκη της στήριξης από ιδιωτικές πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να διατηρηθεί το επίπεδο της θεραπευτικής φροντίδας των ασθενών.
Ας φτιάξουμε τα «όπλα» για να νικήσουμε τον καρκίνο παιδικής ηλικίας
Πόσο σπάνιος είναι ο καρκίνος στα παιδιά; Η ιατρική χαρακτηρίζει τον καρκίνο παιδικής και εφηβικής ηλικίας σπάνια νόσο, ωστόσο με ένα παιδί να νοσεί κάθε μέρα στην Ελλάδα από κάποια μορφή καρκίνου η συζήτηση δεν σηκώνει στατιστικές προσεγγίσεις. Αντιθέτως, απαιτεί τη συμβολή όλων μας, ώστε αφενός να στηριχτούν οι οικογένειες που δοκιμάζονται από την ασθένεια και αφετέρου να επιτευχθεί ο βασικός, κοινός στόχος: να φτάσουμε στο σημείο όπου όλα τα παιδιά που νοσούν θα γίνονται καλά! Ήδη, η διαχρονική εξέλιξη των θεραπειών παγκοσμίως έχει βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση για την αντιμετώπιση των περισσότερων μορφών καρκίνου σε παιδιά και εφήβους, με αποτέλεσμα σήμερα ιδιαίτερα οι αιματολογικοί καρκίνοι στα παιδιά και τους εφήβους να αντιμετωπίζονται επιτυχώς σε ποσοστό που ξεπερνά το 80%. Μάλιστα το ενδιαφέρον των επιστημόνων στρέφεται πλέον όχι μόνο στις βραχυπρόθεσμες αλλά και στις μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των θεραπειών, με στόχο να εξασφαλίσει στα θεραπευμένα παιδιά μία ενήλικη ζωή χωρίς προβλήματα. Και αυτό αφορά σε μεγάλο βαθμό και τη χώρα μας, όπου οι γιατροί, αιματολόγοι και ογκολόγοι παιδίατροι, παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματα του δημόσιου συστήματος υγείας, παρέχουν στα παιδιά και στους εφήβους που νοσούν θεραπείες αντίστοιχες με αυτές του εξωτερικού, με παρόμοια αποτελέσματα, μέσω της πρόσβασης στα νεότερα θεραπευτικά πρωτόκολλα και φάρμακα. Οι Έλληνες γιατροί έχουν σημαντική εκπροσώπηση και ενεργό συμμετοχή σε διεθνείς ερευνητικές ομάδες, οργανώσεις και fora, όπου διαμορφώνεται το μέλλον της θεραπείας του καρκίνου παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Και το μέλλον αυτό προδιαγράφεται ευοίωνο: με εφαρμογή της λεγόμενης «ιατρικής ακριβείας», με πιο στοχευμένες θεραπείες, με αξιοποίηση της ανοσοθεραπείας και ενεργοποίηση της γονιδιακής μηχανικής. Δυστυχώς, όμως, αντίστοιχες μελέτες και έρευνες στη χώρα μας δεν υπάρχουν. Και αυτό οφείλεται στις αδυναμίες του δημόσιου συστήματος υγείας, σε συνδυασμό με την πίεση της οικονομικής κρίσης. Οι Έλληνες γιατροί-επιστήμονες διαθέτουν τη γνώση και τη διάθεση όχι απλώς να παρακολουθούν αλλά να συνδιαμορφώσουν το μέλλον της θεραπείας του καρκίνου στα παιδιά, ωστόσο τα εμπόδια της ελληνικής πραγματικότητας φαντάζουν ανυπέρβλητα. Αυτός είναι ο λόγος που η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «ΚΑΡΚΙΝΑΚΙ» για την ενημέρωση για τον καρκίνο στην παιδική και εφηβική ηλικία (www.karkinaki.gr), έχει αναλάβει πρωτοβουλία για την υποστήριξη του επιστημονικού έργου της Πανεπιστημιακής Ογκολογικής Αιματολογικής Μονάδας (Π.Ο.Αι.Μ. / ΚΕΘ) του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία», συγκεντρώνοντας πόρους για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων μεταφραστικής έρευνας και καινοτόμων θεραπευτικών προσεγγίσεων για τον καρκίνο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Οι Έλληνες επιστήμονες έχουν θέσει τους άμεσους στόχους που, βήμα-βήμα, θα οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα:
• Αναβάθμιση της Τράπεζας Ιστών / Βιολογικών Δειγμάτων
• Αποτύπωση του γονιδιακού προφίλ των καρκινικών κυττάρων
• Ανάπτυξη της ανοσοθεραπείας
• Κλινικές μελέτες
Στην Ελλάδα της κρίσης και των διαχρονικών κρατικών αδυναμιών, η ενεργοποίηση των δυνάμεων της κοινωνίας, της καθεμιάς και του καθενός από εμάς, μπορεί να συμβάλει σε αυτό το αποτέλεσμα και να εξασφαλίσει την παροχή υψηλού επιπέδου νοσηλείας και θεραπείας για τα παιδιά που νοσούν με καρκίνο. Οι δράσεις των ομάδων υποστήριξης των μικρών ασθενών και των οικογενειών τους έως σήμερα, το έχουν αποδείξει. Κάθε βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολύτιμη. Όλοι μαζί μπορούμε να πετύχουμε πολλά!
Πηγή: HEALTH DAILY – Ανθή Αγγελοπούλου