Με αφορμή το πρόσφατο θανατηφόρο περιστατικό αναπλάσμωσης από την περιοχή Παλλήνη Αττικής, ο πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ κ. Θανάσης Γιαννόπουλος, συναντήθηκε χθες με επιστήμονες για να εξετάσουν αν υπάρχει ανάγκη επιτήρησης της νόσου σε ανθρώπους και ζώα σε συνεργασία με τις κτηνιατρικές αρχές.
Επί του θέματος αποφάσισαν να προβούν σε ευαισθητοποίηση των ιατρών σε περιστατικά με συμβατή κλινική και επιδημιολογική εικόνα και έγκαιρη έναρξη θεραπείας, καθώς και ευαισθητοποίηση του κοινού για τα μέτρα προστασίας από τα τσιμπούρια, τα οποία ενοχοποιούνται όχι μόνο για τη μετάδοση της αναπλάσμωσης αλλά και άλλων μολυσματικών ασθενειών. Ενώ τέλος, επισήμαναν ότι δεν υπάρχει ανάγκη επιτήρησης της νόσου προς το παρόν λόγω της σπανιότητάς της και της μη επιτήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εντούτοις, το θέμα θα επανεξεταστεί σε προσεχή επιστημονική συνάντηση, εάν υπάρξουν νεότερα επιδημιολογικά και κλινικά δεδομένα.
Στις 18/8/2014 δημοσιεύτηκε η υπουργική απόφαση «Βραχυπρόθεσμα και Μακροπρόθεσμα Μέτρα Ελέγχου της Συνταγογράφησης και Εκτέλεσης Εργαστηριακών Εξετάσεων» (ΦΕΚ 2243/τ.Β’). Σύμφωνα με τη Διασωματειακή Επιτροπή Προάσπισης των Δικαιωμάτων των Ασθενών με Καρκίνο και την Ο.Κ.Ε.- Ομοσπονδία Καρκινοπαθών Ελλάδας, το επιχείρημα της κυβέρνησης περί μέτρων αντιμετώπισης της «προκλητής ζήτησης» δεν πείθει. Την «προκλητή ζήτηση» υποκινεί όπως λένε, κυρίως η διόγκωση του ιδιωτικού τομέα στο χώρο της υγείας, τον οποίο φρόντισε να πριμοδοτήσει ο προηγούμενος Υπουργός Υγείας, καταργώντας τα πληθυσμιακά κριτήρια για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας αξονικών και μαγνητικών τομογράφων.
Εκτιμάται ότι από την αρχή του χρόνου έχουν δοθεί περί τις 80 - 100 τέτοιες άδειες σκοπιμότητας. Η αύξηση των αδειών σημαίνει ότι η τιμή της εξέτασης είναι τέτοια, που αφήνει αρκετό κέρδος, ώστε τα διαγνωστικά να αναλαμβάνουν το επιχειρηματικό ρίσκο και να προχωρούν σε νέες αγορές μηχανημάτων και δημιουργία νέων εργαστήριων. Μήπως κάποιες τιμές στο κρατικό τιμολόγιο είναι μεγαλύτερες από το πραγματικό κόστος της εξέτασης, δίνοντας κίνητρα στα διαγνωστικά κέντρα να υποκινούν την «προκλητή ζήτηση» διερωτώνται οι ασθενείς;
Σύμφωνα με την Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία, στην Ελλάδα πραγματοποιούνται κάθε χρόνο 320 αξονικές τομογραφίες ανά 1.000 κατοίκους, αριθμός υπερδιπλάσιος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (123,8) ενώ ταυτόχρονα τα συγκεκριμένα μηχανήματα παράγουν ιοντίζουσα ακτινοβολία, εκτεταμένη διάχυση της οποίας στην ατμόσφαιρα πιθανώς να αποβεί επιβλαβής για τη δημόσια υγεία».
Επ’ ωφελεία τίνος, λοιπόν, θέτει όρια και κανόνες η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση;
Τα μέτρα που προωθούνται συνοψίζονται στην τριλογία:
α. υιοθέτηση κατευθυντήριων οδηγιών στη συνταγογράφηση των διαγνωστικών πράξεων
β. καθορισμός ανώτατου αριθμού εξετάσεων (ανά κατηγορία διαγνωστικών πράξεων και ανά παραπεμπτικό) που κάθε ιατρική ειδικότητα μπορεί να συνταγογραφήσει.
γ. επιβολή ανώτατου ορίου δαπάνης (πλαφόν) την οποία καταβάλει ο ΕΟΠΥΥ σε κάθε ιδιώτη πάροχο υπηρεσιών υγείας (διαγνωστικά εργαστήρια, ιατροί, φυσικοθεραπευτές).
Είναι γνωστό ότι οι εξετάσεις υψηλής καινοτομίας έχουν και υψηλό κόστος άρα και σημαντική επιβάρυνση του ασφαλισμένου. Για παράδειγμα η αυξημένη συμμετοχή του ασθενούς (20%) στην εξέταση ONCOTYPEDX, η οποία έχει ήδη εφαρμοστεί, με αποτέλεσμα σε μια εξέταση κόστους 3.600 ευρώ να καταβάλλει η ασθενής 720 ευρώ! Επίσης, ποιος θα πληρώνει το υπόλοιπο 40% στις αυτό-παραπομπές; Μήπως ο ασφαλισμένος φτάνοντας έτσι η συμμετοχή του στο 55% !
Τα ιδιωτικά διαγνωστικά γνωρίζουν ότι δύσκολα θα μπορούσαν να πληρώσουν οι ασθενείς εξολοκλήρου μια αξονική ή μια μαγνητική τομογραφία, το κρατικό τιμολόγιο των οποίων είναι 71,11 και 236,95 ευρώ αντίστοιχα. Για αυτές τις εξετάσεις υψηλού κόστους, τα διαγνωστικά δέχονται τα παραπεμπτικά του ΕΟΠΥΥ (15% συμμετοχή από τους ασφαλισμένους), εξαντλώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος από το πλαφόν που τους επιβάλλει το υπουργείο.
Ταυτόχρονα, τα ιδιωτικά διαγνωστικά, με διάφορα προσχήματα (όπως, «η ψηφιακή μαστογραφία δεν αποζημιώνεται από τον ΕΟΠΥΥ», «έχουμε εξαντλήσει τα ραντεβού του μήνα για ακτινογραφίες», «υπάρχει ραντεβού μετά από 2 μήνες»), αρκετές φορές και αναληθή («δεν έχουμε σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ για υπερήχους»), αρνούνται την εκτέλεση των παραπεμπτικών του ΕΟΠΥΥ και προσπαθούν να εισπράξουν από τους ίδιους τους ασφαλισμένους τη συνολική δαπάνη από εξετάσεις χαμηλού σχετικά κόστους (μαστογραφίες, υπερήχους, ακτινογραφίες κλπ) και μάλιστα σε τιμές πολύ υψηλότερες από το κρατικό τιμολόγιο, όπως δείχνουν τα παραδείγματα.
Ακόμα και αν κάποιοι δεν πραγματοποιήσουν τελικά τις εξετάσεις, λόγω αδυναμίας καταβολής της δαπάνης, πάλι κερδισμένος θα είναι ο ιδιωτικός τομέας, αφού θα έχει πληρωθεί από τους υπόλοιπους, σε τιμές υπερδιπλάσιες του κρατικού τιμολογίου και μάλιστα άμεσα.
Εν κατακλείδι, όπως υποστηρίζουν οι ασθενείς, τα μέτρα της συγκεκριμένης υπουργικής απόφασης ακολουθούν πιστά τα βήματα των μέτρων που μέχρι τώρα έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση στο χώρο της υγείας:
● προβάλλονται σαν μέτρα αντιμετώπισης της υπερβολικής ζήτησης διαγνωστικών εξετάσεων ενώ στην πραγματικότητα την ευνοούν
● αυξάνουν τη γραφειοκρατία, το χρόνο αναμονής και την ταλαιπωρία των ασφαλισμένων-κυρίως των χρονίως πασχόντων- με σκοπό την αποθάρρυνσή τους από τη χρησιμοποίηση του δημοσίου συστήματος υγείας
● οδηγούν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σε επιπλέον οικονομική επιβάρυνση του ίδιου του ασφαλισμένου
● αυξάνουν τις ανισότητες αφού επιτρέπουν την πρόσβαση σε όσους έχει την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν τη δαπάνη των εξετάσεών τους
Θα πρέπει, όπως λένε, η διοίκηση του ΕΟΠΥΥ να μην κλείνει τα μάτια στις προκλητικές και αυθαίρετες ενέργειες των διαγνωστικών κέντρων, που υποχρεώνουν τους ασθενείς να πληρώνουν από την τσέπη τους εξετάσεις μικρού κόστους όπως ακτινογραφίες, μαστογραφίες, υπερήχους και να εκμεταλλεύονται την αγωνία του ασθενών με χρόνιες και σοβαρές ασθένειες, όπως οι ασθενείς με καρκίνο, θέτοντας τα ραντεβού για εκτέλεση παραπεμπτικών του ΕΟΠΥΥ, μετά από εβδομάδες ή μήνες ενώ ταυτόχρονα υπόσχονται αυθημερόν πραγματοποίηση τους, όταν ο ασθενής πληρώσει ο ίδιος εξολοκλήρου την εξέταση.
Η Διασωματειακή Επιτροπή Προάσπισης των Δικαιωμάτων των Ασθενών με Καρκίνο και η Ο.Κ.Ε.- Ομοσπονδία Καρκινοπαθών Ελλάδας, καλούν τους ασφαλισμένους να προσέρχονται στους συλλόγους των ασθενών και στις Περιφερειακές Διευθύνσεις του ΕΟΠΥΥ και να προβαίνουν σε έγγραφες καταγγελίες των περιστατικών.
Ζητούν, από τον ΕΟΠΥΥ να διενεργήσει άμεσα έλεγχο στους παρόχους υγείας για την τήρηση ή όχι των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς τους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ καθώς και για το είδος και τον αριθμό των διαγνωστικών εξετάσεων που πραγματοποιούν κάθε μήνα. Ενώ, τέλος προτείνουν να γίνει ανακοστολόγηση των διαγνωστικών πράξεων ως μέτρο περιορισμού των δαπανών του ΕΟΠΥΥ για την αντιμετώπιση της προκλητής ζήτησης μέσω της μείωσης της κερδοφορίας των επιχειρηματιών στο χώρο της υγείας.
Ανθή Αγγελοπούλου
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) θα προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στηριζόμενος στις Συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της υγείας και του αναφαίρετου δικαιώματος άσκησης της εργασίας, προκειμένου να ακυρωθεί η Υπουργική Απόφαση, η οποία προβλέπει ότι τυχόν υπερβάλλον ποσό αναζητείται εκ μέρους του ΕΟΠΥΥ από τους συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους.
Συγκεκριμένα ο ΙΣΑ αναφέρει:
Α) Όπως είναι γνωστό, στις 18.08.2014 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. Υ9/οικ.70521/2014 (ΦΕΚ Β’2243/18.18.2014) Υπουργική Απόφαση, δυνάμει της οποίας καθορίστηκαν τα μέτρα ελέγχου συνταγογράφησης και εκτέλεσης των εργαστηριακών εξετάσεων. Ο ΙΣΑ απέστειλε από την πρώτη στιγμή την υπ΄αριθμ. πρωτ. 46191/20.08.2014 επιστολή του, τονίζοντας την αναγκαιότητα διορθώσεων που οφείλουν να πραγματοποιηθούν σχετικά με τα προβλεφθέντα στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση. Την ανωτέρω επιστολή ακολούθησαν η υπ΄ αριθμ. 46380/29.08.2014 και η υπ΄αριθμ. 46672/09.09.2014. Μεταξύ άλλων επισημάναμε ότι πρέπει άμεσα να διευκρινισθεί η τελευταία παράγραφος του άρθρου 2 της υπ΄αριθμ. Υ9/οικ.70521/2014 Υ.Α. αναφορικά με την δυνατότητα συνταγογράφησης και εκτέλεσης διαγνωστικών εξετάσεων μετά την υπέρβαση του ατομικού ορίου ανά πάροχο.
Στις 17.09.2014 ο ΕΟΠΥΥ σε απάντηση ερωτημάτων της Πανελλήνιας Ένωσης Εργαστηριακών ιατρών, Βιοπαθολόγων, Κυτταρολόγων και Παθολογοανατόμων, ανακοίνωσε μεταξύ άλλων ότι δεν αποζημιώνονται μόνο τα παραπεμπτικά τα οποία φέρουν εμφανώς την δήλωση «ΔΕΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ ΣΕ ΙΔΙΩΤΗ ΠΑΡΟΧΟ».
Προφανώς σκοπίμως όπως επισημαίνει ο ΙΣΑ, στην ως άνω Υ.Α. δεν γίνεται καμία ειδική μνεία για τις υποχρεώσεις και δυνατότητες του εργαστηριακού και κλινικοεργαστηριακού γιατρού απέναντι στον ασφαλισμένο του ΕΟΠΥΥ από την στιγμή που υπερβεί το όριο του πλαφόν και παύσει η αποζημίωση των εκτελουμένων εξετάσεων από τον ΕΟΠΥΥ. Για τους λόγους αυτούς ζητά την άμεση ανακοίνωση του ατομικού ορίου ανά πάροχο, καθώς και οδηγιών στην περίπτωση υπέρβασης αυτού.
Β) Περαιτέρω αναφορικά με το Παράρτημα Γ της ανωτέρω Υ.Α., ήτοι το αριθμητικό όριο συνταγογράφησης ανά ειδικότητα κλινικών και κλινικοεργαστηριακών ιατρών, είμαστε κατηγορηματικοί ότι τα παραπεμπτικά που έχουν εκδοθεί έως σήμερα και δεν φέρουν την ένδειξη «ΔΕΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ ΣΕ ΙΔΙΩΤΗ ΠΑΡΟΧΟ», οφείλουν να αποζημιωθούν προς τους παρόχους κανονικά. Από την στιγμή που θα εφαρμοστεί η ως άνω ρύθμιση και παραπεμπτικά φέρουν την ένδειξη «ΔΕΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ ΣΕ ΙΔΙΩΤΗ ΠΑΡΟΧΟ» ο κάθε ιατρός θα έχει τις εξής δύο δυνατότητες: α) θα παραπέμπει τον ασθενή στις Δημόσιες δομές Υγείας, ώστε να πραγματοποιεί δωρεάν τις εξετάσεις του ή β) εφόσον ο ασθενής ενημερωθεί από τον γιατρό για την μη δυνατότητα εκτέλεσης των εξετάσεων που δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ και συναινέσει ως προς την αμοιβή του γιατρού, ο τελευταίος θα δύναται να αποζημιωθεί ιδιωτικά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση προτείνεται ο γιατρός να φυλάσσει το συγκεκριμένο παραπεμπτικό προς διαφύλαξή του.
Διευκρινίζεται επίσης, ενόψει και των διάφορων αντιφατικών ανακοινώσεων από επαγγελματικές ενώσεις, ότι η τελευταία ως άνω περίπτωση ΔΕΝ συσχετίζεται με το ατομικό όριο ανά πάροχο, αλλά με το αριθμητικό όριο συνταγογράφησης ανά ειδικότητα.